ἀντιρρητικός: Difference between revisions

From LSJ

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
(5)
(1)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντιρρητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει [[θέμα]] την [[αντίρρηση]] ή ρέπει [[προς]] την [[αντίρρηση]], [[εριστικός]].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἀντιρρητικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει [[θέμα]] την [[αντίρρηση]] ή ρέπει [[προς]] την [[αντίρρηση]], [[εριστικός]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀντιρρητικός:''' возражающий: ὁ ἀ. [[λόγος]] Sext. опровержение.
}}
}}

Revision as of 07:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιρρητικός Medium diacritics: ἀντιρρητικός Low diacritics: αντιρρητικός Capitals: ΑΝΤΙΡΡΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: antirrētikós Transliteration B: antirrētikos Transliteration C: antirritikos Beta Code: a)ntirrhtiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A controversial, λόγος S.E.P.1.21. Adv. -κῶς, ἔχειν πρός τινας Steph. in Hp.1.72 D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιρρητικός: -ή, -όν, ἐναντιολογικός, ἐριστικός, ὁ ἔχων ὡς θέμα τὴν ἀντίρρησιν, λόγοι ἀντιρρητικοὶ πρὸς τὰ Ἱεροκλέους Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 21. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Βυζ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que refuta λόγος S.E.P.1.21, cf. Gr.Naz.M.36.585A, Dion.Ar.M.3.857A
jur. ἀ. λίβελλοι memoria que refuta el alegato de la parte contraria, PMasp.295.1 (V d.C.).
2 adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν refutar τοὺς λέγοντας Steph.in Hp.1.72.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀντιρρητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει θέμα την αντίρρηση ή ρέπει προς την αντίρρηση, εριστικός.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιρρητικός: возражающий: ὁ ἀ. λόγος Sext. опровержение.