καταβιάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
(5)
(2b)
Line 4: Line 4:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταβιάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[εξαναγκάζω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., εξαναγκάζομαι, σε Πλούτ.
|lsmtext='''καταβιάζομαι:''' μέλ. <i>-άσομαι</i>, αποθ.,<br /><b class="num">I.</b> [[εξαναγκάζω]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., εξαναγκάζομαι, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταβιάζομαι:''' <b class="num">1)</b> med. подчинять себе, покорять (τινα παρὰ γνώμην Thuc.; δυνάμει καὶ χάριτι τὴν [[δόξαν]] Plut.): ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Plut. (стоики), извращающие несовместимые (с их системой) явления;<br /><b class="num">2)</b> pass. быть принуждаемым ([[ὑπό]] τινος Plut.).
}}
}}

Revision as of 07:36, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1339] bewältigen, bezwingen, πόλιν App. B. C. 2, 28; δυνάμει καὶ χάριτι δόξαν, erzwingen, Plut. de Εἰ apud Delph. 3. – Pass., καταβιάζεται ὑπ' ἐκείνου Plut. Thes. 11; καταβιασθῆναι verbesserte Wyttenbach für καταβιβασθῆναι Plut. Symp. 2, 5, 2.

Greek Monotonic

καταβιάζομαι: μέλ. -άσομαι, αποθ.,
I. εξαναγκάζω, σε Θουκ.
II. Παθ., εξαναγκάζομαι, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταβιάζομαι: 1) med. подчинять себе, покорять (τινα παρὰ γνώμην Thuc.; δυνάμει καὶ χάριτι τὴν δόξαν Plut.): ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Plut. (стоики), извращающие несовместимые (с их системой) явления;
2) pass. быть принуждаемым (ὑπό τινος Plut.).