ἀγκυλοχείλης: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀγκῠλοχείλης:''' -ου, ὁ ([[χεῖλος]]), αυτός που έχει κυρτό [[ράμφος]], γαμψή [[μύτη]]· [[αἰετός]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>αἰγυπιοί</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ἀγκῠλοχείλης:''' -ου, ὁ ([[χεῖλος]]), αυτός που έχει κυρτό [[ράμφος]], γαμψή [[μύτη]]· [[αἰετός]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>αἰγυπιοί</i>, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀγκῠλοχείλης:''' с крючковатым клювом ([[αἰετός]], αἰγυπιοί Hom., Hes., Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 07:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, ὁ, (χεῖλος)
A with hooked beak, αἰετός Od.19.538, AP6.229 (Crin.); αἰγυπιοί Il.16.428, Hes.Sc.405, Batr. 294. (Perh. -χήλης shd. always be read.)
German (Pape)
[Seite 15] ὁ, krummschnabelig, Geier u. Adler, Hom.; Hes. Sc. 405 (vgl. Ar. Eq. 204). Bei Crinag. 5 (VI, 229) kann ἀγκυλόχειλος nur der gen. sein, wenn die Lesart richtig.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
au bec recourbé.
Étymologie: ἀγκύλος, χεῖλος.
English (Autenrieth)
Spanish (DGE)
(ἀγκῠλοχείλης) -ου
1 de pico corvo αἰγυπιοί Il.16.428, Od.22.302, αἰετός Od.19.538, AP 6.229 (Crin.).
2 de cangrejos de curvas pinzas, Batr.294 (cf. ἀγκυλοχήλης).
Greek Monotonic
ἀγκῠλοχείλης: -ου, ὁ (χεῖλος), αυτός που έχει κυρτό ράμφος, γαμψή μύτη· αἰετός, σε Ομήρ. Οδ.· αἰγυπιοί, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγκῠλοχείλης: с крючковатым клювом (αἰετός, αἰγυπιοί Hom., Hes., Anth.).