ἀγκομίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(2)
(1)
Line 7: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγκομίζω:''' ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-[[κομίζω]].
|lsmtext='''ἀγκομίζω:''' ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-[[κομίζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγκομίζω:''' Pind. = [[ἀνακομίζω]].
}}
}}

Revision as of 07:52, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

ἀγκομίζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνακομίζω.

English (Slater)

ἀγκομίζω v. ἀνακομίζω.

Greek Monotonic

ἀγκομίζω: ποιητ. συγκεκ. αντί ἀνα-κομίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀγκομίζω: Pind. = ἀνακομίζω.