3,273,653
edits
(4) |
(2b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐχθρός:''' -ά, -όν ([[ἔχθος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μισητός]], [[απεχθής]], [[αντιπαθητικός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐχθρόν [[μοί]] ἐστιν, με απαρ., είναι μισητό σε εμένα να..., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που έχει [[έχθρα]] με, <i>τινι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ως ουσ., [[ἐχθρός]], <i>ὁ</i>, [[πολέμιος]], [[αντίπαλος]], σε Ησίοδ. κ.λπ.· ὁ Διὸς [[ἐχθρός]], σε Αισχύλ.· <i>οἱ ἐμοὶ ἐχθροί</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> ομαλ. συγκρ. και υπερθ., <i>ἐχθρότερος</i>, <i>-τατος</i>, σπάνιοι· ανώμ. [[ἐχθίων]], [[ἔχθιστος]] συνηθέστερα.<br /><b class="num">V.</b> επίρρ., [[ἐχθρῶς]], σε Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. <i>ἐχθροτέρως</i>, σε Δημ. | |lsmtext='''ἐχθρός:''' -ά, -όν ([[ἔχθος]]),<br /><b class="num">I.</b> [[μισητός]], [[απεχθής]], [[αντιπαθητικός]], σε Όμηρ. κ.λπ.· ἐχθρόν [[μοί]] ἐστιν, με απαρ., είναι μισητό σε εμένα να..., σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που έχει [[έχθρα]] με, <i>τινι</i>, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> ως ουσ., [[ἐχθρός]], <i>ὁ</i>, [[πολέμιος]], [[αντίπαλος]], σε Ησίοδ. κ.λπ.· ὁ Διὸς [[ἐχθρός]], σε Αισχύλ.· <i>οἱ ἐμοὶ ἐχθροί</i>, σε Θουκ.<br /><b class="num">IV.</b> ομαλ. συγκρ. και υπερθ., <i>ἐχθρότερος</i>, <i>-τατος</i>, σπάνιοι· ανώμ. [[ἐχθίων]], [[ἔχθιστος]] συνηθέστερα.<br /><b class="num">V.</b> επίρρ., [[ἐχθρῶς]], σε Πλάτ. κ.λπ.· συγκρ. <i>ἐχθροτέρως</i>, σε Δημ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐχθρός:''' (compar. [[ἐχθίων]] и ἐχθρότερος, superl. [[ἔχθιστος]] и [[ἐχθίστατος]], поэт. тж. ἐχθρότατος Pind., Soph., Anth.)<br /><b class="num">1)</b> внушающий ненависть, ненавистный (δῶρά τινος Hom.; θεοῖσιν Hes., Arph.): ἐχθρόν [[μοί]] ἐστιν [[αὖτις]] εἰρημένα μυθολογεύειν Hom. я не люблю вновь пересказывать рассказанное;<br /><b class="num">2)</b> ненавидящий, враждебный, неприязненный ([[γλῶσσα]], ὀργαί Aesch.): ἦν τῷ Ἄγιδι ἐ. Thuc. (Алкивиад) враждебно относился к Агиду.<br /><b class="num">II</b> ὁ враг, ненавистник (τινος Pind., Aesch., Thuc., Xen., Dem. и τινι Thuc., Xen.): ἐχθροῖς ἐχθρὰ πορσύνειν Aesch. с врагами обойтись по-вражески. | |||
}} | }} |