ἅρμοσμα: Difference between revisions
From LSJ
Ἆρ' ἐστὶ συγγενές τι λύπη καὶ βίος → Res sunt cognatae vita et anxietudines → Es sind ja Leid und Leben irgendwie verwandt
(6) |
(1b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἅρμοσμα]], το (Α) [[αρμόζω]]<br />η [[εργασία]] της συναρμολόγησης. | |mltxt=[[ἅρμοσμα]], το (Α) [[αρμόζω]]<br />η [[εργασία]] της συναρμολόγησης. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἅρμοσμα:''' ατος τό скрепление, остов (ναυαγίων ἁρμόσματα Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A joined work, τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411.
German (Pape)
[Seite 356] τό, das Zusammengefügte, Eur. Hell. 418.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
armazón de la estructura de un barco τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411.
Greek Monolingual
ἅρμοσμα, το (Α) αρμόζω
η εργασία της συναρμολόγησης.
Russian (Dvoretsky)
ἅρμοσμα: ατος τό скрепление, остов (ναυαγίων ἁρμόσματα Eur.).