ἀκοίτης: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
(2) |
(1) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀκοίτης:''' -ουὁ (α αθροιστικό [[κοίτη]], πρβλ. [[ἄλοχος]]), [[ομόκλινος]], [[σύνευνος]], αυτός που κοιμάται στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]]· και θηλ. [[ἄκοιτις]], <i>-ιος</i>, <i>ἡ</i>, [[σύζυγος]], [[γυναίκα]], σε Όμηρ. κ.λπ. | |lsmtext='''ἀκοίτης:''' -ουὁ (α αθροιστικό [[κοίτη]], πρβλ. [[ἄλοχος]]), [[ομόκλινος]], [[σύνευνος]], αυτός που κοιμάται στο ίδιο [[κρεβάτι]], [[σύζυγος]]· και θηλ. [[ἄκοιτις]], <i>-ιος</i>, <i>ἡ</i>, [[σύζυγος]], [[γυναίκα]], σε Όμηρ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀκοίτης:''' ου ὁ муж, супруг Hom., Pind., Soph., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (ἀ- copul., κοίτη, cf. Pl.Cra.405d)
A bedfellow, husband, Il.15.91, Od.5.120, Pi.N.5.28, S.Tr.525, E.El.166 (lyr.):— fem. ἄκοιτις, ιος, ἡ, wife, Il.3.138, B.5.169, A.Pers.684, etc.—Poet. words.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκοίτης: -ου, ὁ, (ᾰ ἀθροιστ. κοίτη· πρβλ. ἄλοχος), ὁ ὁμοκοίτης, σύνευνος, σύζυγος, Ἰλ. Ο. 91, Ὀδ. Ε. 120, Πινδ. Ν. 5. 51, Σοφ. Τρ. 525, Εὐρ.: ― θηλ. ἄκοιτις, ιος, ἡ, γυνή, σύζυγος, Ἰλ. Γ. 138, Πίνδ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 684, Σοφ., Εὐρ. ― Ποιητικαὶ λέξεις, Πρβλ. Πλάτ. Κρατ. 405C.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
époux.
Étymologie: ἀ- cop., κοίτη.
English (Autenrieth)
(κοίτη): husband, consort, spouse.
Greek Monolingual
ἀκοίτης, ο (θηλ. ἄκοιτις, -ιος) (Α)
αυτός που έχει την ίδια κοίτη, το ίδιο κρεβάτι με άλλον, ομόκλινος, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- αθροιστ. + κοίτη «κλίνη», πρβλ. ἄλοχος.
Greek Monotonic
ἀκοίτης: -ουὁ (α αθροιστικό κοίτη, πρβλ. ἄλοχος), ομόκλινος, σύνευνος, αυτός που κοιμάται στο ίδιο κρεβάτι, σύζυγος· και θηλ. ἄκοιτις, -ιος, ἡ, σύζυγος, γυναίκα, σε Όμηρ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκοίτης: ου ὁ муж, супруг Hom., Pind., Soph., Eur.