ἀγμός: Difference between revisions

From LSJ

πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip

Source
(2)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγμός:''' ὁ ([[ἄγνυμι]]), [[ρήγμα]] βράχου, γκρεμού, [[απότομος]] [[βράχος]], [[σπηλιά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀγμός:''' ὁ ([[ἄγνυμι]]), [[ρήγμα]] βράχου, γκρεμού, [[απότομος]] [[βράχος]], [[σπηλιά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγμός:''' ὁ досл. перелом, излом, перен. утес, скала (κοιλωπὸς ἀ. Eur.).
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγμός Medium diacritics: ἀγμός Low diacritics: αγμός Capitals: ΑΓΜΟΣ
Transliteration A: agmós Transliteration B: agmos Transliteration C: agmos Beta Code: a)gmo/s

English (LSJ)

ὁ, (ἄγνυμι)

   A fracture of a bone, περὶἀγμῶν, title of treatise by Hp., etc.    II broken cliff, crag, E.IT263; pl., Id.Ba.1094, Nic.Al.391, St.Byz. s.v. Ὀαξός.

German (Pape)

[Seite 17] ὁ, 1) Bruch, Med. – 2) plur. jähe Abhänge, Klüfte, Eur. Bacch. 1094; Nic. Th. 146; τρηχέες Al. 651, Ufer.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγμός: ὁ, (ἄγνυμι) κάταγμα, θραῦσις ὀστοῦ· Περὶ ἀγμῶν, ἐπιγραφὴ συγγράματός τινος τοῦ Ἱπποκρ. ΙΙ. κοιλωτὸν ῥῆγμα κρημνοῦ, κοινῶς «σπηλῃά», Εὐρ. Ι. Τ. 263· κατὰ πληθ., ὁ αὐτ. Βάκχ. 1094, Νικ. Ἀλεξιφ. 391.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
lieux abrupts, escarpés.
Étymologie: ἄγνυμι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 rompiente, acantilado κοιλωπὸς ἀγμός E.IT 263
monte, pico διὰ ... νάπης ἀγμῶν τ' ἐπήδων E.Ba.1094, κοίλη τε φάραγξ καὶ τρηχέες ἀγμοί Nic.Th.146, κνώδαλα ... ἀεὶ περιβόσκεται ἀγμούς Nic.Al.391, cf. St.Byz.s.u. Ὄαξος.
2 fractura περὶ ἀγμῶν tít. de una obra de Hp., Gal.18(2).323.

• Etimología: Cf. ἄγνυμι.

Greek Monotonic

ἀγμός: ὁ (ἄγνυμι), ρήγμα βράχου, γκρεμού, απότομος βράχος, σπηλιά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγμός: ὁ досл. перелом, излом, перен. утес, скала (κοιλωπὸς ἀ. Eur.).