ἐνσχολάζω: Difference between revisions
(12) |
(2) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐνσχολάζω]] (AM) [[σχολάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περνώ]] ήρεμα τον καιρό μου, [[ησυχάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζω σε έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> [[ασχολούμαι]] για αρκετό καιρό με [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἐνσχολάζω]] (AM) [[σχολάζω]]<br /><b>μσν.</b><br />[[περνώ]] ήρεμα τον καιρό μου, [[ησυχάζω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ζω σε έναν [[τόπο]]<br /><b>2.</b> [[ασχολούμαι]] για αρκετό καιρό με [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐνσχολάζω:''' (где-л.) проводить свободное время, отдыхать (Arst.; Polyb. - v. l. [[ἐνασχολέω]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:08, 31 December 2018
English (LSJ)
A spend one's leisure in a place, Arist.Pol.1331b12: metaph., reside in, φρόνησις ἐ. ψυχῇ Ph.1.358. 2 spend time upon, θεωρήμασι Id.2.428, cf. Them. Or.2.39b: abs., theorize, in his molestiis Cic.Att.7.11.2.
German (Pape)
[Seite 853] darin, dabei verweilen, Arist. Polit. 7, 12 u. Sp.; τινί, acquiescere, Cc. Att. 7, 11.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνσχολάζω: μέλλ. -άσω, διέρχομαι τὸν χρόνον ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστ. Πολιτ. 7. 12, 7. 2) δαπανῶ χρόνον εἴς τι πρᾶγμα, τινὶ Κικ. πρὸς Ἀττ. 7. 11, 2, πρβλ. Θεμίστ. 39Β.
Spanish (DGE)
I 1pasar el tiempo libre ἐνσχολάζειν ... τὴν ἄνω (ἀγοράν) τίθεμεν disponemos el (ágora) alta para pasar el tiempo libre Arist.Pol.1331b12.
2 c. dat. de abstr. dedicar tiempo a τοῖς σοφίας θεωρήμασι Ph.2.428, cf. 1.180, Gr.Nyss.Eun.2.333, Chrys.M.62.151, c. dat. de pers. y compl. prep. in his molestiis ἐνσχολάζω σοι Cic.Att.7.11.2.
3 aguardar (ἔδει) μένειν ἐνσχολάσαντα μετὰ τῆς δυνάμεως Plb.9.17.1, εἰ δὲ ἐθελήσαιμι ... ἐνσχολάζειν aunque quisiera demorarme (en esta cuestión) Them.Or.2.39b, c. ac. de duración πολὺν ... χρόνον Basil.Ep.223.6.
II c. suj. de abstr., fig. residir en τῇ ψυχῇ φρόνησις Ph.1.358.
Greek Monolingual
ἐνσχολάζω (AM) σχολάζω
μσν.
περνώ ήρεμα τον καιρό μου, ησυχάζω
αρχ.
1. ζω σε έναν τόπο
2. ασχολούμαι για αρκετό καιρό με κάτι.
Russian (Dvoretsky)
ἐνσχολάζω: (где-л.) проводить свободное время, отдыхать (Arst.; Polyb. - v. l. ἐνασχολέω).