Ἴων: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(5)
(2b)
Line 18: Line 18:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''Ἴων:''' -ωνος, ὁ, Ίων, [[γιος]] του Ξούθου (ή του Απόλλωνα) και της Κρέουσας, από τον οποίο ξεπήδησε η Ιωνική [[φυλή]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ Ἴωνες</i>, οι [[Ίωνες]].
|lsmtext='''Ἴων:''' -ωνος, ὁ, Ίων, [[γιος]] του Ξούθου (ή του Απόλλωνα) και της Κρέουσας, από τον οποίο ξεπήδησε η Ιωνική [[φυλή]], σε Ηρόδ.· <i>οἱ Ἴωνες</i>, οι [[Ίωνες]].
}}
{{elru
|elrutext='''Ἴων:''' Ἴωνος adj. m ионический Her. etc.<br />Ἴωνος ὁ Ион<br /><b class="num">1)</b> сын Ксута и Креусы, миф. царь Афин и родоначальник ионического племени Her., Eur. etc.;<br /><b class="num">2)</b> родом из Хиоса, афинский поэт, философ и историк, современник Перикла Plut.;<br /><b class="num">3)</b> родом из Эфеса, рапсод времен Сократа; его именем назван диалог Платона «о сущности поэтического творчества» Plat.
}}
}}

Revision as of 08:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἴων Medium diacritics: Ἴων Low diacritics: Ίων Capitals: ΊΩΝ
Transliteration A: Íōn Transliteration B: Iōn Transliteration C: Ion Beta Code: *)/iwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, Ion, Hdt.7.94, 8.44, E.Ion 74, etc.: Ἴωνες, οἱ,

   A the Ionians, v. Ἰάονες; of those who spoke the Ionic dialect, A.D.Pron. 4.22, al.: Ἰωνία, ἡ, their country, A.Pers.771.

Greek (Liddell-Scott)

Ἴων: -ωνος, ὁ, υἱὸς τοῦ Ξούθου (ἢ τοῦ Ἀπόλλωνος) καὶ τῆς Κρεούσης, ἐξ οὗ ἡ φυλὴ τῶν Ἰώνων, Ἡρόδ. 7. 94, κτλ.· - Ἴωνες, οἱ, ἴδε Clinton 1. 53, κἑξ.: - Ἰωνία, ἡ, ἡ χώρα αὐτῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 771.

French (Bailly abrégé)

1Ἴωνος;
adj. m.
d’Ionie, ionien ; οἱ Ἴωνες HDT les Ioniens, l’une des quatre tribus principales des Hellènes.
Étymologie: cf. Ἰάονες.
2Ἴωνος (ὁ) :
Iôn (Ion) h.

Greek Monotonic

Ἴων: -ωνος, ὁ, Ίων, γιος του Ξούθου (ή του Απόλλωνα) και της Κρέουσας, από τον οποίο ξεπήδησε η Ιωνική φυλή, σε Ηρόδ.· οἱ Ἴωνες, οι Ίωνες.

Russian (Dvoretsky)

Ἴων: Ἴωνος adj. m ионический Her. etc.
Ἴωνος ὁ Ион
1) сын Ксута и Креусы, миф. царь Афин и родоначальник ионического племени Her., Eur. etc.;
2) родом из Хиоса, афинский поэт, философ и историк, современник Перикла Plut.;
3) родом из Эфеса, рапсод времен Сократа; его именем назван диалог Платона «о сущности поэтического творчества» Plat.