κωλύμη: Difference between revisions
Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κωλύμη:''' [ῡ], ἡ = [[κώλυμα]], <i>ἐπὶ κωλύμῃ</i>, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ. | |lsmtext='''κωλύμη:''' [ῡ], ἡ = [[κώλυμα]], <i>ἐπὶ κωλύμῃ</i>, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κωλύμη:''' (ῡ) ἡ Thuc. = [[κώλυμα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ for the purpose of hindering, Th.1.92; ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς . . εἰρχθῆναι by these impediments, Id.4.63; a poetical word in Th., cf. D.H.Amm. 2.3.
German (Pape)
[Seite 1542] ἡ, = κώλυμα, Thuc. 1, 92. 4, 63 u. Sp., wie Hdn. 8, 8, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κωλύμη: ῡ, ἡ, = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ ἐμποδίσῃ τις, Θουκ. 1. 92· ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς... εἰρχθῆναι, διὰ τῶν ἐμποδίων τούτων, ὁ αὐτ. 4. 63· ― Διον. ὁ Ἁλ. σημειοῦται τὴν λέξιν ταύτην ὡς Θουκυδίδειον, Περὶ τῶν Θουκυδίδου ἰδιωμάτων 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. κώλυμα.
Greek Monolingual
κωλύμη, ἡ (Α)
κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλύ-ω + επίθημα -μη (πρβλ. γνώ-μη, επιστή-μη)].
Greek Monotonic
κωλύμη: [ῡ], ἡ = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κωλύμη: (ῡ) ἡ Thuc. = κώλυμα.