ὑψόθι: Difference between revisions
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑψόθῐ:''' ([[ὕψος]]), επίρρ., όπως το [[ὑψοῦ]], [[ψηλά]], στα ύψη, σε Ομήρ. Ιλ. | |lsmtext='''ὑψόθῐ:''' ([[ὕψος]]), επίρρ., όπως το [[ὑψοῦ]], [[ψηλά]], στα ύψη, σε Ομήρ. Ιλ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑψόθῐ:''' adv. наверху, вверху Hom.: ὑψόθ᾽ [[ὄρεσφιν]] Hom. высоко в горах. | |||
}} | }} |
Revision as of 08:16, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ὕψος)
A like ὑψοῦ, aloft, on high, ὑψόθ' ἐόντι Διί Il.10.16, cf. 17.676, Call.Jov.30, D.P.134; ὑψόθ' ὄρεσφιν Il.19.376.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψόθι: Ἐπίρρ., (ὕψος) ὡς τὸ ὑψοῦ, ὑψηλά, ἐν τῷ ὕψει, ὑψόθ’ ἐόντι Διῒ Ἰλ. Κ. 16, πρβλ. Ρ. 676· ὑψόθ’ ὄρεσφιν Τ. 376. ΙΙ. μετὰ γεν., ὑπεράνω, ἐπάνω, Νόνν. Εὐαγγ. κατὰ Ἰω. 15. 22.
French (Bailly abrégé)
adv.
en haut.
Étymologie: ὕψος, -θι.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
Μ
επίρρ. (ποιητ. τ.) (με γεν.) επάνω
αρχ.
ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + επιρρμ. κατάλ. -ό-θι (βλ. λ. -θι), πρβλ. ἀγχ-ό-θι, τηλ-ό-θι].
Greek Monotonic
ὑψόθῐ: (ὕψος), επίρρ., όπως το ὑψοῦ, ψηλά, στα ύψη, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψόθῐ: adv. наверху, вверху Hom.: ὑψόθ᾽ ὄρεσφιν Hom. высоко в горах.