ἀψόρροος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(3)
(1b)
Line 21: Line 21:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀψόρροος:''' -ον, συνηρ. -[[ρους]], <i>-ουν</i> (<i>ἄψ</i>, [[ῥέω]]), αυτός που ρέει προς τα [[πίσω]], αυτός που ρέει [[πάλι]] προς τα [[πίσω]], λέγεται για τον Ωκεανό, που θεωρείται ως [[ποτάμι]] που κυκλώνει τη γη και ρέει προς τα [[πίσω]] στις εκβολές του, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ἀψόρροος:''' -ον, συνηρ. -[[ρους]], <i>-ουν</i> (<i>ἄψ</i>, [[ῥέω]]), αυτός που ρέει προς τα [[πίσω]], αυτός που ρέει [[πάλι]] προς τα [[πίσω]], λέγεται για τον Ωκεανό, που θεωρείται ως [[ποτάμι]] που κυκλώνει τη γη και ρέει προς τα [[πίσω]] στις εκβολές του, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀψόρροος:''' стяж. [[ἀψόρρους]] 2 текущий вспять, т. е. обтекающий кругом (эпитет Океана) Hom.
}}
}}

Revision as of 08:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀψόρροος Medium diacritics: ἀψόρροος Low diacritics: αψόρροος Capitals: ΑΨΟΡΡΟΟΣ
Transliteration A: apsórroos Transliteration B: apsorroos Transliteration C: apsorroos Beta Code: a)yo/rroos

English (LSJ)

ον, contr.ἀψίνθ-ρρους, ουν, (ἄψ, ῥέω)

   A back-flowing, refluent, Homeric epith. of Ocean, regarded as a stream encircling the earth and flowing back into itself, Il.18.399, Od.20.65.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
qui reflue sur soi-même (l’Océan).
Étymologie: ἄψ, ῥέω.

English (Autenrieth)

(ὄρνῦμι): returning, back again, back; with verbs of motion, ἄψορροι ἐκίομεν, Il. 21.456; mostly neut. sing. as adv., ἄψορρον βῆναι, καταβῆναι, προσέφην, Od. 9.501.
(ῥέω): back-flowing; of the stream of Oceanus that returns into itself, Il. 18.399†.

Spanish (DGE)

-ον
que refluye, refluyente θυγάτηρ ἀψορρόου Ὠκεανοῖο Il.18.399, cf. Od.20.65, Hes.Th.776, Hp. en Erot.22.4, a causa de las mareas, Posidon.216; cf. ἀψίρροος.

Greek Monotonic

ἀψόρροος: -ον, συνηρ. -ρους, -ουν (ἄψ, ῥέω), αυτός που ρέει προς τα πίσω, αυτός που ρέει πάλι προς τα πίσω, λέγεται για τον Ωκεανό, που θεωρείται ως ποτάμι που κυκλώνει τη γη και ρέει προς τα πίσω στις εκβολές του, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀψόρροος: стяж. ἀψόρρους 2 текущий вспять, т. е. обтекающий кругом (эпитет Океана) Hom.