μηχανοδίφης: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνοδίφης:''' -ου, ὁ (δῑφάω), αυτός που εφευρίσκει τεχνάσματα, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''μηχᾰνοδίφης:''' -ου, ὁ (δῑφάω), αυτός που εφευρίσκει τεχνάσματα, σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''μηχᾰνοδίφης:''' ου (ῑ) ὁ досл. изобретатель машин, перен. затейник Arph.
}}
}}

Revision as of 08:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνοδίφης Medium diacritics: μηχανοδίφης Low diacritics: μηχανοδίφης Capitals: ΜΗΧΑΝΟΔΙΦΗΣ
Transliteration A: mēchanodíphēs Transliteration B: mēchanodiphēs Transliteration C: michanodifis Beta Code: mhxanodi/fhs

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (διφάω)

   A inventing artifices or machines, Ar.Pax 790.

German (Pape)

[Seite 181] ὁ, der Mittel u. Kunstgriffe aufsucht u. braucht, Ar. Pax 769.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ, (δῑφάω) ὁ εὑρίσκων τεχνάσματα ἢ μηχανάς, Ἀριστοφ. Εἰρ. 790.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui est à la recherche d’expédients.
Étymologie: μηχανή, διφάω.

Greek Monolingual

μηχανοδίφης, ὁ (Α)
αυτός που επινοεί τεχνάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -δίφης (< διφῶ «ψάχνω, ερευνώ» πρβλ. αστρο-δίφης, φυσιο-δίφης].

Greek Monotonic

μηχᾰνοδίφης: -ου, ὁ (δῑφάω), αυτός που εφευρίσκει τεχνάσματα, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

μηχᾰνοδίφης: ου (ῑ) ὁ досл. изобретатель машин, перен. затейник Arph.