μεσόλευκος: Difference between revisions

From LSJ
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μεσόλευκος:''' -ον, αυτός που έχει στο [[μέσο]] του [[λευκό]] [[χρώμα]], χιτὼνπορφυρᾶ [[μεσόλευκος]], [[πορφυρός]] [[χιτώνας]] που στο [[μέσο]] του διακοσμείται με [[λευκό]] [[χρώμα]], σε Ξεν.
|lsmtext='''μεσόλευκος:''' -ον, αυτός που έχει στο [[μέσο]] του [[λευκό]] [[χρώμα]], χιτὼνπορφυρᾶ [[μεσόλευκος]], [[πορφυρός]] [[χιτώνας]] που στο [[μέσο]] του διακοσμείται με [[λευκό]] [[χρώμα]], σε Ξεν.
}}
{{elru
|elrutext='''μεσόλευκος:''' белый посредине: χιτὼν [[πορφυροῦς]] μ. Xen. пурпуровое платье с белыми полосами.
}}
}}

Revision as of 08:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσόλευκος Medium diacritics: μεσόλευκος Low diacritics: μεσόλευκος Capitals: ΜΕΣΟΛΕΥΚΟΣ
Transliteration A: mesóleukos Transliteration B: mesoleukos Transliteration C: mesolefkos Beta Code: meso/leukos

English (LSJ)

ον,

   A middling white, χιτὼν πορφυροῦς μ. a tunic of purple shot with white, X.Cyr.8.3.13, cf. Luc.Alex.11; μ. χιτών alone, JHS41.195 (Delos, ii B. C.), D.C.36.52; opp. πορφύρεος, Ephipp. ap. Ath.12.537e; χλαμὺς μ. D.C.78.3.    II Subst., a precious stone, Plin. HN37.174.    2 = λευκὰς ὀρεινή, ib.27.102.

German (Pape)

[Seite 138] in der Mitte weiß, dazwischen weiß, mit weiß gemischt; χιτὼν πορφυροῦς μεσ., Xen. Cyr. 8, 3, 13; Callixen. u. Ephipp. Ath. V, 196 c XII, 537 e; Luc. Alex. 11.

Greek (Liddell-Scott)

μεσόλευκος: -ον, διάλευκος, χιτὼν πορφυροῦς μεσόλευκος, χιτὼν προφυροῦς μεμιγμένος μὲ λευκὸν χρῶμα, διάλευκος, Ξεν. Κύρ. 8. 3, 13· - ὡσαύτως, μ. χιτών, μόνον, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 11· ἐναντίον τῷ πορφύρεος, Ἔφιππ. παρ’ Ἀθην. 537D· πρβλ. μεσοπόρφυρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
blanc au milieu, mêlé de blanc.
Étymologie: μέσος, λευκός.

Greek Monolingual

μεσόλευκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι στη μέση λευκός, ο αναμεμιγμένος με λευκό χρώμα, ο διάλευκος
2. το αρσ. ως ουσ. μεσόλευκος
είδος πολύτιμου λίθου
3. το θηλ. ως ουσ. μεσόλευκος
το φυτό λευκάς η ορεινή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + λευκός.

Greek Monotonic

μεσόλευκος: -ον, αυτός που έχει στο μέσο του λευκό χρώμα, χιτὼνπορφυρᾶ μεσόλευκος, πορφυρός χιτώνας που στο μέσο του διακοσμείται με λευκό χρώμα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

μεσόλευκος: белый посредине: χιτὼν πορφυροῦς μ. Xen. пурпуровое платье с белыми полосами.