ὀλιγαρχέω: Difference between revisions
Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht
(5) |
(3b) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὀλῐγαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[μέλος]] μιας ολιγαρχίας, σε Αριστ. — Παθ., με κυβερνούν οι λίγοι, μια μικρή [[μερίδα]] ανθρώπων, ζω υπό ολιγαρχικό [[πολίτευμα]], σε Θουκ., Πλάτ. | |lsmtext='''ὀλῐγαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, είμαι [[μέλος]] μιας ολιγαρχίας, σε Αριστ. — Παθ., με κυβερνούν οι λίγοι, μια μικρή [[μερίδα]] ανθρώπων, ζω υπό ολιγαρχικό [[πολίτευμα]], σε Θουκ., Πλάτ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὀλῐγαρχέω:''' быть олигархом: οἱ ὀλιγαρχοῦντες Arst. олигархически правящие, олигархи; pass. быть управляемым олигархами (ἡ ὀλιγαρχουμένη [[πόλις]] Plat. и [[πολιτεία]] Arst.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:36, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be a member of an oligarchy, οἱ -οῦντες Arist.Pol. 1300a8 :—Pass., to be governed by the few, be under an oligarchy, Th. 5.31, 8.63,76, Pl.R.552b, al.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγαρχέω: εἶμαι μέλος ὀλιγαρχίας, οἱ ὀλιγαρχοῦντες Ἀριστ. Πολιτ. 4. 15, 13. - Παθ., κυβερνῶμαι ὑπὸ τῶν ὀλίγων, διατελῶ ὑπὸ ὀλιγαρχίαν, Θουκ. 5. 31., 8. 63, 76, Πλάτ. Πολ. 552Β, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être membre d’une oligarchie ; Pass. être gouverné par une oligarchie.
Étymologie: ὀλιγάρχης.
Greek Monotonic
ὀλῐγαρχέω: μέλ. -ήσω, είμαι μέλος μιας ολιγαρχίας, σε Αριστ. — Παθ., με κυβερνούν οι λίγοι, μια μικρή μερίδα ανθρώπων, ζω υπό ολιγαρχικό πολίτευμα, σε Θουκ., Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγαρχέω: быть олигархом: οἱ ὀλιγαρχοῦντες Arst. олигархически правящие, олигархи; pass. быть управляемым олигархами (ἡ ὀλιγαρχουμένη πόλις Plat. и πολιτεία Arst.).