ἀνατρέφω: Difference between revisions
(2) |
(1) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀνατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]], [[περιποιούμαι]], [[μεγαλώνω]], [[αναπτύσσω]], σε Αισχύλ., Αριστοφ., Ξεν. | |lsmtext='''ἀνατρέφω:''' μέλ. -[[θρέψω]], [[ανατρέφω]], [[περιποιούμαι]], [[μεγαλώνω]], [[αναπτύσσω]], σε Αισχύλ., Αριστοφ., Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀνατρέφω:''' (fut. [[ἀναθρέψω]])<br /><b class="num">1)</b> вскармливать, выращивать, воспитывать (τινά и τι Xen., Arst., Plut.); pass. вырастать, расти Arst., Anth.; ἡ [[φλόξ]] ἀνατραφεῖσα Plut. разгоревшееся пламя;<br /><b class="num">2)</b> возбуждать, оживлять, ободрять (τὸ [[φρόνημα]] Xen.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:40, 31 December 2018
English (LSJ)
A bring up, cherish, educate, A.Eu.523, Ev.Luc.4.16,al.; ἀ. τὸ φρόνημα raise the spirit, X.Cyr.5.2.34:—Med., ἀναθρέψασθαι υἱόν have him educated, Hdn.1.2.1; ἀ. λειμὼν κάλλεα Nic.Fr.74.58:— Pass., grow up, ἀνατραφῆναι ἐν . . Plu.Cam.34, etc.; τῇ Ἑλλάδι φωνῇ Ael.NA11.25; ἀνέτραφες in AP5.156 (Mel.) = ἀνετράφης. 2 feed up, opp. ἰσχναίνω, Hp.Art.33,50: metaph., ἀ. μονῳδίαις Ar.Ra. 944:—Pass., ἀνατρέφεσθαι ἐκ νόσου convalesce, Hp.VM14; of fish after milting, Arist.HA608a2.
German (Pape)
[Seite 211] (s. τρέφω), durch Nahrung wieder kräftigen, übh. stärken, Aesch. Eum. 496; φρόνημα ἀναθρέψαι Xen. Cyr. 5, 2, 34; auffüttern, aufziehen, An. 4, 5, 31; Mem. 4, 3, 10; φιλοτιμίαν, Ehrgeiz nähren, Plut. Caes. 17; pass., ἀνατρέφεται φλόξ, die Flamme wächst an, Camill. 34; – Sp. auch med., ἀναθρέψασθαι υἱόν, seinen Sohn aufziehen, Hdn. 1, 2, 2. Bei Mel. 101 (V, 157) ἀνέτραφες du wuchsest auf; so auch App.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνατρέφω: μέλλ. -θρέψω: (ἴδε τρέφω): - ἀνατρέφω, περιποιοῦμαι, «μεγαλώνω», ἀναπτύσσω, παιδεύω, Αἰσχύλ. Εὐμ. 522· ἀν. τὸ φρόνημα, διεγείρω τὸ φρόνημα, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 34, πρβλ. Jac. Ἀνθ. ΙΙ. σ. 85: οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπ., ἀνατρέφεσθαι υἱόν, ἐκπαιδεύειν αὐτόν, Ἡρωδιαν. 1. 2· ἀνεθρέψατο λειμὼν κάλλεα Νίκανδρος παρ’ Ἀθην. 684Β: - Παθ., αὐξάνομαι, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 30, 7· ἀνατραφῆναι ἐν ... Πλούτ., κτλ.· τῇ Ἑλλάδι φωνῇ Δίλ. π. Ζ. 11. 25· τὸ ἀνέτραφες ἐν Ἀνθ. Π. 5. 157 πρέπει νὰ εἶναι = ἀνετράφης. 2) τρέφω κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἰσχναίνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 799, 817, Ἀριστοφ. Βάτρ. 944: - Παθ., ἀνατρέφεσθαι ἐκ νόσου, ἀναλαμβάνειν, ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 13.
French (Bailly abrégé)
f. ἀναθρέψω;
1 faire grandir ; élever, nourrir ; fig. élever (l’âme, le caractère, etc.);
2 fig. exciter : φρόνημα XÉN le courage (des soldats).
Étymologie: ἀνά, τρέφω.
Spanish (DGE)
I tr.
1 alimentar de nuevo op. ἰσχαίνω Hp.Art.33, 50
•fig. reavivar, reanimar καρδίαν A.Eu.523, de la tragedia de Eurípides (τὴν τέχνην) ἀνέτρεφον μονῳδίαις Ar.Ra.944, τὸ φρόνημα X.Cyr.5.2.34
•en v. pas. ὑπ' Ἔρωτος AP 5.157 (Mel.).
2 criar τὸν Ἰώασον I.AI 9.142, σκύλακας Plu.2.225f, σπόρον Nonn.D.27.323, τὼ ... θαλέεσσιν ἀνέτρεφον Call.Fr.337
•v. med. igual sent. υἱόν Hdn.1.2.1, cf. Act.Ap.7.21, I.AI 2.232, λειμὼν κάλλεα Nic.Fr.74.58.
II intr. en v. med.
1 convalecer, restablecerse ἐκ νούσου Hp.VM 14, los peces después de desovar, Arist.HA 608a2.
2 criarse de cosas crecer ταῦτα ἀνθρώπων ἕνεκα γίγνεταί τε καὶ ἀνατρέφεται X.Mem.4.3.10, del fuego ἐν ὕλῃ Plu.Cam.34, cf. Longin.12.4
•de personas criarse, educarse ἐν σπαργάνοις ἀνετράφην καὶ φροντίσιν LXX Sap.7.4, ἐπὶ τοῖς ... δόγμασιν LXX 4Ma.10.2, ἐν τῇ πόλει ταύτῃ Act.Ap.22.3, ἐν ταῖς ἑαυτοῦ χερσὶν ἀνεθρεψάμην IG 9(1).128.6 (Elatea II d.C.).
English (Strong)
from ἀνά and τρέφω; to rear (physically or mentally): bring up, nourish (up).
English (Thayer)
2nd aorist passive ἀνετράφην; perfect passive participle ἀνατεθραμμένος; 1st aorist middle ἀνεθρεψάμην; to nurse up, nourish up (German aufnähren, auffüttern); properly, of young children and animals nourished to promote their growth (Xenophon, mem. 4,3, 10, etc.; to bring up: T WH marginal reading; Winer's De verb. comp. etc. Part iii., p. 4.
Greek Monolingual
(και -θρέφω) (AM ἀνατρέφω)
1. συντηρώ και διατρέφω παιδιά
2. διαπαιδαγωγώ
3. επιστατώ, επιβλέπω
αρχ.
1. ενεργ. διεγείρω το φρόνημα
2. (παθ., -ομαι) συνέρχομαι από αρρώστια.
Greek Monotonic
ἀνατρέφω: μέλ. -θρέψω, ανατρέφω, περιποιούμαι, μεγαλώνω, αναπτύσσω, σε Αισχύλ., Αριστοφ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀνατρέφω: (fut. ἀναθρέψω)
1) вскармливать, выращивать, воспитывать (τινά и τι Xen., Arst., Plut.); pass. вырастать, расти Arst., Anth.; ἡ φλόξ ἀνατραφεῖσα Plut. разгоревшееся пламя;
2) возбуждать, оживлять, ободрять (τὸ φρόνημα Xen.).