κολάστειρα: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κολάστειρα:''' ἡ, θηλ. του [[κολαστήρ]], σε Ανθ. | |lsmtext='''κολάστειρα:''' ἡ, θηλ. του [[κολαστήρ]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κολάστειρα:''' ἡ карательница, карающая ([[μάστιξ]] Anth.). | |||
}} | }} |
Revision as of 08:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of κολαστήρ, AP7.425 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 1472] ἡ, Iem. zu κολαστήρ; ἀμπλακίας Antp. Sid. 88 (VII, 425).
Greek (Liddell-Scott)
κολάστειρα: ἡ, θηλ. τοῦ κολαστήρ, Ἀνθ. Π. 7. 425.
Greek Monotonic
κολάστειρα: ἡ, θηλ. του κολαστήρ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
κολάστειρα: ἡ карательница, карающая (μάστιξ Anth.).