μονοστόρθυγξ: Difference between revisions

3
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονοστόρθυγξ:''' ὁ, ἡ, κομμένος από έναν μόνο ογκόλιθο, σε Ανθ.
|lsmtext='''μονοστόρθυγξ:''' ὁ, ἡ, κομμένος από έναν μόνο ογκόλιθο, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονοστόρθυγξ:''' υγγος adj. вырезанный из одного куска ([[Πρίαπος]] Anth.).
}}
}}