Τειρεσίας: Difference between revisions
Φίλους ἔχων νόμιζε θησαυροὺς ἔχειν → Tibi si est amicus, esse thesaurum puta → Mit Freunden, glaub es nur, besitzt du einen Schatz
(40) |
(4b) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>μυθ.</b> [[ξακουστός]] [[Θηβαίος]] [[μάντης]], [[γιος]] του Ευήρους και της Χαρικλούς, στενής φίλης της θεάς Αθηνάς, ο [[οποίος]] ήταν [[επίσημος]] [[σύμβουλος]] τών Θηβαίων βασιλέων του οίκου τών Λαβδακιδών και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην [[ιστορία]] του Λαΐου και του Οιδίποδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τέρας]]. | |mltxt=ο, ΝΑ<br /><b>μυθ.</b> [[ξακουστός]] [[Θηβαίος]] [[μάντης]], [[γιος]] του Ευήρους και της Χαρικλούς, στενής φίλης της θεάς Αθηνάς, ο [[οποίος]] ήταν [[επίσημος]] [[σύμβουλος]] τών Θηβαίων βασιλέων του οίκου τών Λαβδακιδών και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην [[ιστορία]] του Λαΐου και του Οιδίποδος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[τέρας]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Τειρεσίᾱς:''' ου и Τειρεσίης, эп. αο ὁ Тиресий (слепой фиванский прорицатель при Эдипе) Hom., Pind., Soph., Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:00, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
Tirésias, devin célèbre de Thèbes.
Étymologie:.
English (Slater)
Τειρεσίας a seer of Thebes. γείτονα δ' ἐκκάλεσεν Διὸς ὑψίστου προφάταν ἔξοχον, ὀρθόμαντιν Τειρεσίαν (sc. Ἀμφιτρύων) (N. 1.61) ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (Pauw: Τειρεσίαο πυκιναῖς codd.) (I. 7.8)
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
μυθ. ξακουστός Θηβαίος μάντης, γιος του Ευήρους και της Χαρικλούς, στενής φίλης της θεάς Αθηνάς, ο οποίος ήταν επίσημος σύμβουλος τών Θηβαίων βασιλέων του οίκου τών Λαβδακιδών και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Λαΐου και του Οιδίποδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τέρας.
Russian (Dvoretsky)
Τειρεσίᾱς: ου и Τειρεσίης, эп. αο ὁ Тиресий (слепой фиванский прорицатель при Эдипе) Hom., Pind., Soph., Eur.