3,273,653
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἄποπτος:''' -ον (<i>ἀπόψομαι</i>, μέλ. του [[ἀφοράω]]), αυτός που βρίσκεται [[πολύ]] [[μακριά]], [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κάποιος]] λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], στον ίδ.· <i>ἐξ ἀπόπτου</i>, εξ αποστάσεως, από κάποια [[απόσταση]], στον ίδ. | |lsmtext='''ἄποπτος:''' -ον (<i>ἀπόψομαι</i>, μέλ. του [[ἀφοράω]]), αυτός που βρίσκεται [[πολύ]] [[μακριά]], [[εκτός]] του οπτικού πεδίου κάποιου, αυτος τον οποίο δεν μπορεί να δει [[κάποιος]] λόγω αποστάσεως, με γεν., σε Σοφ.· απόλ., αυτός που βρίσκεται [[μακριά]], στον ίδ.· <i>ἐξ ἀπόπτου</i>, εξ αποστάσεως, από κάποια [[απόσταση]], στον ίδ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἄποπτος:''' <b class="num">1)</b> издали видимый (ἀπὸ τοῦ χώματος Arst.; καταφανὴς καὶ ἄ. Plut.): ἐξ ἀπόπτου Soph., Plat., Plut. (наблюдая) издали;<br /><b class="num">2)</b> удаленный от взоров, невидимый, т. е. далекий (τινος Soph.). | |||
}} | }} |