ὀπτασία: Difference between revisions

From LSJ

οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms

Source
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀπτασία:''' ἡ, = [[ὄψις]], όραμα, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ὀπτασία:''' ἡ, = [[ὄψις]], όραμα, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ὀπτᾰσία:''' ἡ<b class="num">1)</b> вид, образ (Κύπριδος Anth.);<br /><b class="num">2)</b> явление, видение (ὀπτασίαι καὶ ἀποκαλύψεις NT).
}}
}}

Revision as of 09:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀπτᾰσία Medium diacritics: ὀπτασία Low diacritics: οπτασία Capitals: ΟΠΤΑΣΙΑ
Transliteration A: optasía Transliteration B: optasia Transliteration C: optasia Beta Code: o)ptasi/a

English (LSJ)

(A), ἡ

   A, (ὀπτάζομαι) vision, AP6.210 codd. (Philet.; v. ὁπλισία), LXX Es.4.17, Ev.Luc.1.22 ; simply, appearance, LXX Ma.3.2, Si. 43.2.
ὀπτᾰσία (B), ἡ, prob. scribal error for ὀπτάνιον, PHolm.9.39.

German (Pape)

[Seite 363] ἡ, = ὄψις, Gesicht, Anblick; Philet. 1 (VI, 210); N. T. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπτᾰσία: ἡ, μεταγεν. τύπος τοῦ ὄψις, ὅραμα, ὀπτασία, Ἀνθ. Π. 6. 210, Ἑβδ., Καιν. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
vue, spectacle.
Étymologie: ὀπτάζω.

English (Strong)

from a presumed derivative of ὀπτάνομαι; visuality, i.e. (concretely) an apparition: vision.

English (Thayer)

ὀπτασίας, ἡ (ὀπτάζω);
1. the act of exhibiting oneself to view: ὀπτασιαι κυρίου, A. V. visions; cf. Meyer at the passage) (ἐν ἡμέραις ὀπτασίας μου, Additions to 4:17f]; (cf. ἥλιος ἐν ὀπτασία, coming into view, a sight, a vision, an appearance presented to one whether asleep or awake: οὐρανίῳ ὀπτασία, ἑωρακέναι ὀπτασίαν, ἀγγέλων, ὄψις (cf. Winer s Grammar, 24), Anthol. 6,210, 6; for מַרְאֶה, (Theod.) Daniel 10:1,7f.

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀπτασία) οπτάζομαι
1. όραμα, θέα, θέαμα
2. μορφή που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια του ύπνου κάποιου ή στη φαντασία του ή σε κατάσταση έκστασης
αρχ.
1. εμφάνιση, παρουσία
2. (κατά τον Ησύχ.) «θεωρία, φαντασία».

Greek Monotonic

ὀπτασία: ἡ, = ὄψις, όραμα, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ὀπτᾰσία:1) вид, образ (Κύπριδος Anth.);
2) явление, видение (ὀπτασίαι καὶ ἀποκαλύψεις NT).