μέτωπον: Difference between revisions
οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones
(5) |
(3) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μέτωπον:''' τό ([[μετά]], ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> το [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] στα μάτια, [[κούτελο]], [[μέτωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το μπροστινό [[μέρος]] του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το [[μέτωπο]] (η πρώτη [[γραμμή]]) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>ἐπὶ μετώπου</i> ή <i>ἐν μετώπῳ</i>, σε [[παράταξη]] γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ [[κέρως]] ή [[κέρας]] (κατά στήλες, σε [[στοίχιση]]), σε Ξεν. | |lsmtext='''μέτωπον:''' τό ([[μετά]], ὤψ),·<br /><b class="num">I.</b> το [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] στα μάτια, [[κούτελο]], [[μέτωπο]], σε Όμηρ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> το μπροστινό [[μέρος]] του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το [[μέτωπο]] (η πρώτη [[γραμμή]]) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· <i>ἐπὶ μετώπου</i> ή <i>ἐν μετώπῳ</i>, σε [[παράταξη]] γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ [[κέρως]] ή [[κέρας]] (κατά στήλες, σε [[στοίχιση]]), σε Ξεν. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μέτωπον:''' τό<b class="num">1)</b> чело, лоб Hom. etc.: ἀνασπᾶν τὸ μ. Arph. хмурить лоб;<br /><b class="num">2)</b> (лицевая) сторона, фасад, грань (τῆς πυραμίδος Her.; τοῦ τείχους Thuc.);<br /><b class="num">3)</b> фронт (sc. τοῦ στρκτεύματος Aesch.): εἰς μ. [[στῆναι]] Xen. стоять фронтом, т. е. в одну линию; ἐπὶ μετώπου διιέναι Xen. проходить развернутым фронтом. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:12, 31 December 2018
English (LSJ)
τό, also μέτωπ-ος, ὴ, Gloss. (s.v.l.): (μετά, ὤψ):—prop.
A the space between the eyes (Arist.HA491b12), brow, forehead, ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης Il.13. 615, etc.; στίγματα ἔχων ἐν τῷ μ. IG42(1).121.48 (Epid., iv B.C.); χαλάσας τὸ μ. Ar.V.655; mostly of men, but of a horse in Il.23.454, cf. S.El.727; of a boar, X.Cyr.1.4.8; of a dog, Id.Cyn.4.1: in pl., of a single person, Od.6.107, E.Hel.1568, etc.; τὰ μέτωπ' ἀνέσπασεν Ar.Eq.631. 2 metaph., γαίας μ., of Etna, Pi.P.1.30. II front, face of anything, as a wall or building, Hdt.1.178, 2.124; τεῖχος ὡς ἐπὶ δέκα σταδίους . . μ. ἕκαστον measuring 10 stades on each face, Id.9.15, cf. IG22.463.66, 7.4255.19, BCH20.324.65 (Lebad.); τὰ μ. τῶν κλιμακτήρων vertical faces of the steps, IG22.244.80; wall extending inwards between two doors, ib.1657.3, 1668.23,59 (dub. sens. in 12.372.30); front or front-line of an army, fleet, etc., A.Pers. 720, etc.; εἰς μ. στῆναι to stand in line, X.Cyr.2.4.2; ἐπὶ μετώπου διιέναι, opp. ἐπὶ κέρως or κέρας (in column), ib.2.4.3; ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι, ib.2.4.4, HG2.1.23. 2 margin of a book, Gal.15.624, 17(1).80, Marin.Procl.25. III = χαλβάνη, or the reed or wood which yields it, Dsc.1.59,3.83. 2 v.l. for νέτωπον (q.v.).
German (Pape)
[Seite 164] τό, eigentlich der Raum zwischen den Augen, die Stirn; ἤλασε μέτωπον ῥινὸς ὑπὲρ πυμάτης, Il. 13, 615, öfter; οὐδὲ μέτωπον ἐπ' ὀφρύσι κυανέῃσιν ἰάνθη, die Stirn erheiterte sich nicht, 15, 102; vom Pferde, 23, 454 (wie Soph. El. 727 u. Eur. Rhes. 307); auch vom Helme, die Vorderseite, 16, 70; des Ebers, Xen. Cyr. 1, 4, 8; γαίας μέτωπον, die Stirn der Erde, von einem Berge, Pind. P. 1, 30; von Heeren, die Front, διπλοῦν μέτωπον ἦν δυοῖν στρατευμάτοιν, Aesch. Pers. 706; Soph. Tr. 518; ἱδρώς, ὃν ἐκ μετώπου πολλάκις ἔσταζεν, Eur. Troad. 1198; ἀνασπᾶν u. χαλᾶν τὸ μέτωπον, wie wir sagen »die Stirn kraus ziehen«, »erheitern«, »entwölken«, Ar. Equitt. 629 Vesp. 655; die Front von Gebäuden, πυραμίδος, Her. 2, 124, wofür er sonst κῶλον sagt; τοῦ τείχους, Thuc. 3, 21; die Front des Heeres, Xen. Cyr. 2, 4, 2; Pol. 3, 65, 5 u. öfter; τοὺς ἐλέφαντας πρὸ πάσης τῆς δυνάμεως ἐν μετώπῳ κατέστησε, 1, 33, 6; παρὰ τοὺς ἱππεῖς ἐν μετώπῳ, in einer Front mit den Reitern, 5, 82, 10.
Greek (Liddell-Scott)
μέτωπον: τό, (μετά, ὤψ), κυρίως τὸ μεταξὺ τῶν ὀφθαλμῶν διάστημα (Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 8), καὶ γενικώτερον τὸ μέτωπον, συχν. παρ’ Ὁμ., κτλ. ὁ δὲ προσιόντα [ἤλασεν] μέτωπον ῥινὸς ὕπερ πυμάτης Ἰλ. Ν. 615· ἴδε ἐν λέξ. ἀνασπάω 6 χαλάω Ι, 2· τὸ πλεῖστον ἐπὶ ἀνθρώπων· ἀλλὰ καὶ ἐπὶ ἵππου ἐν Ψ. 454, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 727· ἐπὶ κάπρου, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 8· ἐπὶ κυνός, ὁ αὐτ. ἐν Κυν. 4, 1· - ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., ἐπὶ ἑνὸς προσώπου, Ὀδ. Ζ. 107, Εὐρ. Ἑλ. 1568, κτλ.· πρβλ. ἀνασπάω ΙΙ, χαλάω Ι. 2· - Ἡ Αἴτνη καλεῖται τὸ μέτωπον τῆς Σικελίας ὑπὸ τοῦ Πινδ. Π. 1. 57. II. τὸ πρόσωπον, ἡ ὄψις παντὸς πράγματος, τοίχου ἢ οἰκοδομήματος, πρόσοψις, Ἡρόδ. Ι. 178., 2. 124· ἐπὶ δέκα σταδίους... μ. ἕκαστον, ἔχον μέτωπον δέκα σταδίων καθ’ ἑκάστην πρόσοψιν, ὁ αὐτ. ἐν 9. 15· ἡ κατὰ μέτωπον γραμμὴ στρατοῦ, στόλου κτλ., Αἰσχύλ Πέρσ. 720, κτλ.· εἰς μέτωπον στῆναι, νὰ σταθῇ εἰς τὴν γραμμήν, Ξεν. Κύρ. 2. 4, 2· ἐπὶ μετώπου διιέναι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ: ἐπὶ κέρως ἢ κέρας (ἴδε κέρας), αὐτόθι 3· ἐν μετώπῳ καθιστάναι, παρατάξασθαι αὐτόθι 4, Ἑλλ. 2. 1, 23. 2) τὸ περιθώριον βιβλίου, Γαλην. τ. 12, σ. 90, ἴδε μετώπιον 3.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
front ; p. anal. en parl. d’un casque ; fig.
1 front, partie proéminente d’une pyramide;
2 front d’une armée, d’une troupe.
Étymologie: μετά, ὤψ.
English (Autenrieth)
(ὤψ): forehead, also front of a helmet, Il. 16.70.
English (Slater)
μέτωπον
1 forefront Ζεῦ, ὃς τοῦτ' ἐφέπεις ὄρος, εὐκάρποιο γαίας μέτωπον (P. 1.30)
English (Strong)
from μετά and ops (the face); the forehead (as opposite the countenance): forehead.
English (Thayer)
μετώπου, τό (μετά, ὤψ 'eye'), from Homer down; the Sept. for מֵצַח (literally, the space between the eyes) the forehead: Revelation 22:4.
Greek Monotonic
μέτωπον: τό (μετά, ὤψ),·
I. το διάστημα ανάμεσα στα μάτια, κούτελο, μέτωπο, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. το μπροστινό μέρος του κεφαλιού ή ενός τοίχου ή κτιρίου, σε Ηρόδ.· το μέτωπο (η πρώτη γραμμή) ενός στρατού ή στόλου, σε Αισχύλ., Ξεν.· ἐπὶ μετώπου ή ἐν μετώπῳ, σε παράταξη γραμμής, σε αντίθ. προς το ἐπὶ κέρως ή κέρας (κατά στήλες, σε στοίχιση), σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
μέτωπον: τό1) чело, лоб Hom. etc.: ἀνασπᾶν τὸ μ. Arph. хмурить лоб;
2) (лицевая) сторона, фасад, грань (τῆς πυραμίδος Her.; τοῦ τείχους Thuc.);
3) фронт (sc. τοῦ στρκτεύματος Aesch.): εἰς μ. στῆναι Xen. стоять фронтом, т. е. в одну линию; ἐπὶ μετώπου διιέναι Xen. проходить развернутым фронтом.