ἐπεγείρω: Difference between revisions

2
(4)
(2)
Line 36: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐπεγείρω:''' μέλ. <i>-εγερῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ξυπνώ]], [[εγείρω]], <i>τινά</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., εγείρομαι, σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι, σε Όμηρ., στους τύπους [[ἐπέγρετο]], [[ἐπεγρόμενος]] (οι οποίοι προέρχονται από Επικ. αόρ. <i>ἐπ-ηγρόμην</i>).<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[εξεγείρω]], [[διεγείρω]], σε Σόλωνα, Σοφ. — Παθ., ἐπηγέρθη [[μῆνις]], σε Ηρόδ.
|lsmtext='''ἐπεγείρω:''' μέλ. <i>-εγερῶ</i>,<br /><b class="num">I.</b> [[ξυπνώ]], [[εγείρω]], <i>τινά</i>, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ. — Παθ., εγείρομαι, σηκώνομαι από τον ύπνο, αφυπνίζομαι, σε Όμηρ., στους τύπους [[ἐπέγρετο]], [[ἐπεγρόμενος]] (οι οποίοι προέρχονται από Επικ. αόρ. <i>ἐπ-ηγρόμην</i>).<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[εξεγείρω]], [[διεγείρω]], σε Σόλωνα, Σοφ. — Παθ., ἐπηγέρθη [[μῆνις]], σε Ηρόδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐπεγείρω:''' (эп. aor. sync. [[ἐπεγρόμην]])<br /><b class="num">1)</b> будить, пробуждать (τινά Hom., Arph., Plat.); med.-pass. (с pf. ἐπεγρήγορα) пробуждаться, просыпаться Hom., Eur., Plat., Arst., Theocr., Plut.: φύσει ἐπεγρηγορώς Plut. (почти) всегда бодрствующий, мало спящий;<br /><b class="num">2)</b> перен. пробуждать, возбуждать, воскрешать (τὸ [[πάλαι]] κείμενον [[κακόν]] Soph.; πόλεμον εὕδοντα [[Solon]] ap. Dem.): λόγον οὐ [[πάνυ]] σμικρὸν ἐ. Plat. затеять немаловажный разговор: ἡ [[μῆνις]] ἐπηγέρθη Her. гнев (Талтибия) вспыхнул с новой силой; εἰς τὴν νεότητα μνήμῃ ἐ. τινά Plat. воскрешать в чьей-л. памяти (его) юность; ἐπεγείρεσθαι τῇ ψυχῇ Diod. воспрянуть душой.
}}
}}