γυμνητεύω: Difference between revisions
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
(3) |
(nl) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''γυμνητεύω:'''<b class="num">1.</b> είμαι [[ελαφρά]] ντυμένος.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ελαφρά]] οπλισμένος, σε Πλούτ. | |lsmtext='''γυμνητεύω:'''<b class="num">1.</b> είμαι [[ελαφρά]] ντυμένος.<br /><b class="num">2.</b> είμαι [[ελαφρά]] οπλισμένος, σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=γυμνητεύω [γυμνής] lichtgewapend zijn. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be naked, 1 Ep.Cor.4.11, Demoph.Sent. 8. 2 to be lightly clad, D.Chr.25.3. 3 to be light-armed, Plu. Aem.16.
German (Pape)
[Seite 509] 1) nackt sein, N. T.; entblößt sein, Sp., τινός. – 2) leicht bewaffneter Soldat sein, Plut. Aem. 16; D. Cass. 47, 34.
Greek (Liddell-Scott)
γυμνητεύω: εἶμαι ἐλαφρῶς ἐνδεδυμένος, Δίων Χρυσ. 25· εἶμαι ἐλαφρῶς ὡπλισμένος, Πλούτ. Αἰμιλ. 16. 2) εἶμαι γυμνός, Α' Ἐπιστ. π. Κορινθ. δ', 11· (γυμνιτεύω, ἡμαρτ. γραφή).
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
être armé à la légère.
Étymologie: γυμνής.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): γυμνι- 1Ep.Cor.4.11, Origenes Or.11.2
1 ir armado con armas ligeras οἱ γυμνητεύοντες καὶ ψιλοί Plu.Aem.16, cf. D.C.47.34.2.
2 ir escasamente vestido Λακεδαιμόνιοι D.Chr.25.3.
3 estar desnudo como signo de pobreza y sobriedad πεινῶμεν καὶ διψῶμεν καὶ γυμνιτεύομεν 1Ep.Cor.l.c., cf. Origenes l.c., como ideal pitagórico de vida γυμνὸς ἀποσταλεὶς σοφὸς γυμνητεύων καλέσει τὸν πέμψαντα Pythag.Sent.17, Porph.Marc.33
•fig. estar sin recursos ὑποδέξατο (l. ὑπε-) τὸν Ἀσὴπ γυμνιεύοντα (l. γυμνιτεύοντα) PRoss.Georg.3.28.8 (IV d.C.).
English (Strong)
from a derivative of γυμνός; to strip, i.e. (reflexively) go poorly clad: be naked.
English (Thayer)
(γυμνιτεύω L T Tr WH; (cf. Tdf. Proleg., p. 81; Winer's Grammar, 92 (88))); (γυμνήτης); (A. V. literally to be naked, i. e.) to be lightly or poorly clad: Dio Chrysostom 25,3and other later writings; to be a light-armed soldier, Plutarch, Aem. 16; Dio Cassius, 47,34, 2.)
Greek Monolingual
(AM γυμνητεύω) γυμνής
1. είμαι γυμνός ή ημίγυμνος
2. είμαι φτωχός
αρχ.
είμαι ελαφρά οπλισμένος.
Greek Monotonic
γυμνητεύω:1. είμαι ελαφρά ντυμένος.
2. είμαι ελαφρά οπλισμένος, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυμνητεύω [γυμνής] lichtgewapend zijn.