συνδιακομίζω: Difference between revisions

From LSJ

λόγος τοῦ Θεοῦ οὐ δέδεται → the word of God will not be dishonoured, the word of God will not be dishonored

Source
(39)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνδιακομίζομαι</i><br />[[διέρχομαι]] μια [[περιοχή]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διακομίζω]] «[[μεταφέρω]], [[διαβαίνω]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[μεταφέρω]] [[κάτι]] από κοινού με άλλον<br /><b>2.</b> <b>παθ.</b> <i>συνδιακομίζομαι</i><br />[[διέρχομαι]] μια [[περιοχή]] [[μαζί]] ή ταυτόχρονα με άλλον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[διακομίζω]] «[[μεταφέρω]], [[διαβαίνω]]»].
}}
{{elnl
|elnltext=συν-διακομίζω, alleen pass. helemaal mee oversteken.
}}
}}

Revision as of 10:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνδιακομίζω Medium diacritics: συνδιακομίζω Low diacritics: συνδιακομίζω Capitals: ΣΥΝΔΙΑΚΟΜΙΖΩ
Transliteration A: syndiakomízō Transliteration B: syndiakomizō Transliteration C: syndiakomizo Beta Code: sundiakomi/zw

English (LSJ)

fut. -κομιῶ,

   A assist in bringing over, πλοῖον PHib. 1.54.31 (iii B.C.):—Pass., cross over together, Plb.3.43.4, Plu.Brut. 37.

German (Pape)

[Seite 1007] mit od. zugleich hindurch-, hinüberbringen, pass. hinüberfahren, z. B. über einen Fluß, Pol. 3, 43, 4.

Greek (Liddell-Scott)

συνδιακομίζω: διακομίζω, διαβιβάζω διὰ μέσου τινὸς ἢ ἀπέναντι ὁμοῦ. ― Παθητ., διαβαίνω ὁμοῦ, Πολύβ. 3. 43, 4, Πλουτ. Βροῦτ. 37.

French (Bailly abrégé)

transporter avec.
Étymologie: σύν, διακομίζω.

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω κάτι από κοινού με άλλον
2. παθ. συνδιακομίζομαι
διέρχομαι μια περιοχή μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διακομίζω «μεταφέρω, διαβαίνω»].

Greek Monolingual

Α
1. μεταφέρω κάτι από κοινού με άλλον
2. παθ. συνδιακομίζομαι
διέρχομαι μια περιοχή μαζί ή ταυτόχρονα με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + διακομίζω «μεταφέρω, διαβαίνω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-διακομίζω, alleen pass. helemaal mee oversteken.