πρωτοπήμων: Difference between revisions

From LSJ

πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech

Source
(6)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πρωτοπήμων:''' -ονος, ὁ, ἡ, [[πρωταίτιος]] του κακού, σε Αισχύρ.
|lsmtext='''πρωτοπήμων:''' -ονος, ὁ, ἡ, [[πρωταίτιος]] του κακού, σε Αισχύρ.
}}
{{elnl
|elnltext=πρωτοπήμων -ονος [πρῶτος, πήμων] eerste oorzaak van rampen:. παρακοπὰ π. waanzin, die als eerste rampspoed brengt Aeschl. Ag. 223 ( lyr. ).
}}
}}

Revision as of 10:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρωτοπήμων Medium diacritics: πρωτοπήμων Low diacritics: πρωτοπήμων Capitals: ΠΡΩΤΟΠΗΜΩΝ
Transliteration A: prōtopḗmōn Transliteration B: prōtopēmōn Transliteration C: protopimon Beta Code: prwtoph/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα)

   A first cause of ill, A.Ag.223 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 805] ονος, zuerst od. zumeist schadend, Aesch. Ag. 216.

Greek (Liddell-Scott)

πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, (πῆμα) ὁ πρῶτος αἴτιος τοῦ κακοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 224.

French (Bailly abrégé)

ονος (ὁ, ἡ)
qui est la source des maux.
Étymologie: πρῶτος, πῆμα.

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
(ποιητ. τ.) αυτός που για πρώτη φορά ή περισσότερο βλάπτει, προκαλεί ζημιά ή κακό σε κάποιον, ο πρώτος αίτιος ενός κακού («βροτοὺς θρασύνει γὰρ αἰσχρόμητις τάλαινα παρακοπὰ πρωτοπήμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + -πήμων (< πῆμα «συμφορά»), πρβλ. πολυ-πήμων.

Greek Monotonic

πρωτοπήμων: -ονος, ὁ, ἡ, πρωταίτιος του κακού, σε Αισχύρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρωτοπήμων -ονος [πρῶτος, πήμων] eerste oorzaak van rampen:. παρακοπὰ π. waanzin, die als eerste rampspoed brengt Aeschl. Ag. 223 ( lyr. ).