κυνοπρόσωπος: Difference between revisions
From LSJ
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κῠνοπρόσωπος:''' -ον ([[πρόσωπον]]), αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σκύλου, σε Λουκ. | |lsmtext='''κῠνοπρόσωπος:''' -ον ([[πρόσωπον]]), αυτός που έχει [[πρόσωπο]] σκύλου, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A dog-faced, Luc.DMar.7.2, VH1.16, S.E.P.3.219; of men, like κυνοκέφαλος, Ael.NA10.25.
Greek (Liddell-Scott)
κῠνοπρόσωπος: -ον, ἔχων πρόσωπον κυνός, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 7. 2, π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16· ― ἐπὶ ἀνθρώπων, ὡς τὸ κυνοκέφαλος, Αἰλ. π. Ζ. 10. 25.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à figure de chien.
Étymologie: κύων, πρόσωπον.
Spanish
Greek Monolingual
κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)- + πρόσωπον.
Greek Monotonic
κῠνοπρόσωπος: -ον (πρόσωπον), αυτός που έχει πρόσωπο σκύλου, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυνοπρόσωπος -ον [κύων, πρόσωπον] met een hondenkop.