συναυλέω: Difference between revisions
τὸ δ' ἐξαίφνης τὸ ἐν ἀναισθήτῳ χρόνῳ διὰ μικρότητα ἐκστάν → suddenly refers to what has departed from its former condition in a time imperceptible because of its smallness
(6) |
(nl) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συναυλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνοδεύω]] με τον αυλό την [[εκτέλεση]] ενός τραγουδιού, σε Λουκ. | |lsmtext='''συναυλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνοδεύω]] με τον αυλό την [[εκτέλεση]] ενός τραγουδιού, σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=συναυλέω [σύναυλος] meefluiten, tegelijk (met...) op de fluit spelen, met dat. met. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:44, 31 December 2018
English (LSJ)
(αὐλός)
A play on the flute at the same time, Luc.Dom.16, Ath.14.617b, Longus 2.35.
German (Pape)
[Seite 1005] mit od. zusammen auf der Flöte blasen; ἐπὶ τῷ τοὺς αὐλητὰς μὴ συναυλεῖν τοῖς χοροῖς, Ath. XIV, 617 a; Luc., de dom. 16.
Greek (Liddell-Scott)
συναυλέω: συνοδεύω ᾆσμα διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λουκ. περὶ Οἴκ. 16, Ἀθήν. 617Β. ΙΙ. ᾄδω πρὸς αὐλόν, ἢ τονίζω διὰ τὸν αὐλόν, νόμους Χρον. Παρ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 49.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
jouer de la flûte avec, accompagner avec la flûte, τινι.
Étymologie: σύν, αὐλέω.
Greek Monotonic
συναυλέω: μέλ. -ήσω, συνοδεύω με τον αυλό την εκτέλεση ενός τραγουδιού, σε Λουκ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συναυλέω [σύναυλος] meefluiten, tegelijk (met...) op de fluit spelen, met dat. met.