πλιχάς: Difference between revisions
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
(33) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και πλιγάς, -[[άδος]], ή, Α<br />το [[μέρος]] του σώματος που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στους μηρούς και στο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλιχ</i>-/<i>πλιγ</i>- του [[πλίσσομαι]] «[[βηματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>περιπε</i>-<i>πλίχ</i>-<i>θαι</i>, <i>περιπε</i>-<i>πλιγ</i>-<i>μένα</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]]. | |mltxt=και πλιγάς, -[[άδος]], ή, Α<br />το [[μέρος]] του σώματος που βρίσκεται [[ανάμεσα]] στους μηρούς και στο [[αιδοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλιχ</i>-/<i>πλιγ</i>- του [[πλίσσομαι]] «[[βηματίζω]]» (<b>πρβλ.</b> <i>περιπε</i>-<i>πλίχ</i>-<i>θαι</i>, <i>περιπε</i>-<i>πλιγ</i>-<i>μένα</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άς</i>, -[[άδος]]]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πλιχάς -άδος, ἡ [~ πλίσσομαι] anat. perineum, kruis (plaats waar de bovenbenen elkaar raken). | |||
}} | }} |
Revision as of 10:52, 31 December 2018
English (LSJ)
άδος, ἡ,
A inside of the thighs, fork, perineum, Hp.Fract.20, Art.54, Ruf.Onom.108 (pl.), Aret.CA2.9, etc.; πλιγάς, Gal.18(2).522; πλίχος, εος, τό, Sch.Od.6.318.
German (Pape)
[Seite 637] άδος, ἡ, die Stelle zwischen den Hüften u. den Schaamtheilen, die sich im Gehen reibt, interfeminium, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
πλῐχάς: -άδος, ἡ, ἅπαν τὸ μεταξὺ τῶν βουβώνων ἑκατέρου σκέλους, Λατ. interfeminium, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 765, π. Ἄρθρ. 822, κτλ.· πλιγάς, παρὰ Γαλην. ― πλίχος, εος, τό, παρὰ τῷ Σχολ. Ὀδ. Ζ. 318. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Θϳ, σ. 145.
Greek Monolingual
και πλιγάς, -άδος, ή, Α
το μέρος του σώματος που βρίσκεται ανάμεσα στους μηρούς και στο αιδοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλιχ-/πλιγ- του πλίσσομαι «βηματίζω» (πρβλ. περιπε-πλίχ-θαι, περιπε-πλιγ-μένα) + κατάλ. -άς, -άδος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλιχάς -άδος, ἡ [~ πλίσσομαι] anat. perineum, kruis (plaats waar de bovenbenen elkaar raken).