πυρράζω: Difference between revisions
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(6) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πυρράζω:''' ([[πυρρός]]), είμαι [[φλογερός]] ή όπως η [[φωτιά]] [[κόκκινος]], λέγεται για τον ουρανό, σε Καινή Διαθήκη | |lsmtext='''πυρράζω:''' ([[πυρρός]]), είμαι [[φλογερός]] ή όπως η [[φωτιά]] [[κόκκινος]], λέγεται για τον ουρανό, σε Καινή Διαθήκη | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πυρράζω [πυρρός] (vuur)rood zijn. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
A to be fiery red, of the sky, Ev.Matt.16.2.
Greek (Liddell-Scott)
πυρράζω: εἶμαι πυρρός, ἐρυθρός, κόκκινος ὡς τὸ πῦρ, ἐπὶ τοῦ οὐρανοῦ, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιϚ΄, 2, πρβλ. Εὐστ. Πονημάτ. 239. 33, κτλ.
French (Bailly abrégé)
être d’un rouge ardent, être roux.
Étymologie: πυρρός.
English (Thayer)
equivalent to πυρρός γίνομαι, to become glowing, grow red, be red: T brackets; WH reject the passage) (Byzantine writings; πυρρίζω in the Sept. and Philo.)
Greek Monolingual
ΜΑ πυρρός
(ιδίως για ουρανό) είμαι πυρροκόκκινος, έχω το χρώμα της φωτιάς («πυρράζει γὰρ στυγνάζων ὁ οὐρανός», ΚΔ.).
Greek Monotonic
πυρράζω: (πυρρός), είμαι φλογερός ή όπως η φωτιά κόκκινος, λέγεται για τον ουρανό, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πυρράζω [πυρρός] (vuur)rood zijn.