κάλλυντρον: Difference between revisions
Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κάλλυντρον:''' τό, [[εργαλείο]] καθαρισμού, [[σκούπα]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''κάλλυντρον:''' τό, [[εργαλείο]] καθαρισμού, [[σκούπα]], σε Πλούτ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κάλλυντρον -ου, τό [καλλύνω] bezem, borstel. | |||
}} | }} |
Revision as of 10:56, 31 December 2018
English (LSJ)
τό,
A broom, brush, Cleanth.Stoic.1.130, Plu.Dio55; ἀντὶ τοῦ δόρατος κ. φέρων Anon. ap. Suid. II an unknown shrub, Arist.HA553a20.
German (Pape)
[Seite 1312] τό, ein Geräth zum Schönmachen, Putzen, Reinigen, bes. der Besen, B. A. 14, 12; Plut. Dion. 55. – Der Schmuck, S. Emp. adv. eth. 73; bes. weiblicher Kopfputz. – Bei Arist. H. A. 5, 21 eine Blume, vielleicht gleich κήρινθος.
Greek (Liddell-Scott)
κάλλυντρον: τό, ἐργαλεῖον πρὸς καθαρισμόν, σάρωθρον, «σκοῦπα», Πλουτ. Δίων 55, Κλήμ. Ἀλ. 238. ΙΙ. κόσμημα, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ.· «κάλλυντρα· σκόλοπες, χάρακες, κοσμητήρια» Ἡσύχ. ΙΙΙ. ἄγνωστος θάμνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 21, 1.
French (Bailly abrégé)
ου (τό),
I. tout ce qui sert à nettoyer :
1. balai, partic. plumeau, PLUT. Dio 55, CLÉM. 238;
2. p. suite, touffe de spathe ou de palmier, LXX Lev. 23, 40;
II. coiffure de femme, Anon. (SUID.);
III. plante, pê κήρινθος, ARSTT. HA 5.21.1.
Étymologie: καλλύνω.
Greek Monolingual
κάλλυντρον, τὸ (Α) καλλύνω
1. το μέσο με το οποίο καθαρίζουμε, η σκούπα («σαίρουσαν δὲ καλλύντρῳ τινὶ τὴν οἰκίαν», Πλούτ.)
2. κλαδί από φοινικιά
3. είδος φυτού
4. κόσμημα.
Greek Monotonic
κάλλυντρον: τό, εργαλείο καθαρισμού, σκούπα, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάλλυντρον -ου, τό [καλλύνω] bezem, borstel.