κάλλυντρον: Difference between revisions

nl
(5)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κάλλυντρον:''' τό, [[εργαλείο]] καθαρισμού, [[σκούπα]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''κάλλυντρον:''' τό, [[εργαλείο]] καθαρισμού, [[σκούπα]], σε Πλούτ.
}}
{{elnl
|elnltext=κάλλυντρον -ου, τό [καλλύνω] bezem, borstel.
}}
}}