πυρός: Difference between revisions

From LSJ

Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein

Menander, Monostichoi, 505
(4)
(nl)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πῠρός:''' <b class="num">I</b> gen. к [[πῦρ]].<br /><b class="num">[[πυρός|πῡρός]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> пшеница Hom., Her., Thuc., Arph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> пшеничное зерно Arst.
|elrutext='''πῠρός:''' <b class="num">I</b> gen. к [[πῦρ]].<br /><b class="num">[[πυρός|πῡρός]]:</b> <b class="num">II</b> ὁ<br /><b class="num">1)</b> пшеница Hom., Her., Thuc., Arph. etc.;<br /><b class="num">2)</b> пшеничное зерно Arst.
}}
{{elnl
|elnltext=πῡρός -οῦ, ὁ, meestal plur., tarwe.
}}
}}

Revision as of 11:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρός Medium diacritics: πυρός Low diacritics: πυρός Capitals: ΠΥΡΟΣ
Transliteration A: pyrós Transliteration B: pyros Transliteration C: pyros Beta Code: puro/s

English (LSJ)

(in dialects also σπυρός (q. v.)), ὁ,

   A wheat, Triticum vulgare, μελίφρονα, μελιηδέα πυρόν, Il.8.188, 10.569; κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν ground it, Od.20.109; given to geese, 19.536: pl., with other grains, πυροί τε ζειαί τε ἰδ' εὐρυφυὲς κρῖ λευκόν 4.604; πυροὶ καὶ κριθαί 9.110, 19.112, cf. Il.11.69, IG12.76.38, al., Hdt.2.36, 4.33, Ar.V.1405, Pax 1145, Av.580, Th.6.22, D.19.145, Thphr.HP8.4.3, Dsc.2.85, etc.    2 a grain of wheat, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμήν Arist.GA728b35, cf. Plu.in Hes.84.    3 π. ἄγριος,= χελιδόνιον τὸ μικρόν, Dsc.2.181. (Cf. Lith. pūraĩ (pl.) 'wheat', and perh. πυρήν.)

German (Pape)

[Seite 824] ὁ, der Weizen; ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, Od. 20, 109; als Pferdefutter, Il. 10, 569; gew. im plur., vgl. Od. 4, 604; neben κριθαί, 9, 110. 19, 112; Futter der Gänse, ib. 536; Ar.; u. in Prosa, wie Plat. Menex. 238 a u. Folgde überall. – Man findet Zusammenhang mit πῦρ, Feuer, in der gelben Farbe; aber υ ist der Quantität nach verschieden.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρός: ὁ, σῖτος, μελιηδέα, μελίφρονα πυρὸν Ἰλ. Θ. 188, Κ. 569· ἐπεὶ κατὰ πυρὸν ἄλεσσαν, ἤλεσαν (ὁ ἀληλεσμένος σῖτος ἐκαλεῖτο ἀλείατα ἢ ἄλευρα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ ἄλφιτα τὴν ἀληλεσμένην δηλ. κριθήν, πρβλ. ὡσαύτως μῆλοψ), Ὀδ. Υ. 109· δίδοται δὲ εἰς τοὺς ἵππους, Τ. 536· ἐν τῷ πληθ., μνημονεύεται μετ’ ἄλλων σιτηρῶν, πυροί τε ζειαί τε ἰδ’ εὐρυφυὲς κρῖ λευκὸν Δ. 604· πυροὶ καὶ κριθαὶ Ι. 110., Τ. 112· θερίζεται δὲ διὰ δρεπάνου, Ἰλ. Λ. 67· κἑξ.· - οὕτω παρ’ Ἡροδ. 2. 36., 4. 33, Ἀριστοφ. Σφ. 1405, Εἰρ. 1145, Ὄρν. 580, Θουκ. 6. 22, Δημ. 386. 4. 4) κόκκος σίτου, ἐξ ἑνὸς πυροῦ εἷς πυθμὴν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 1. 20, 16. (Ἐντεῦθεν πυρνός, πύρινος, κτλ.· ὁ Κούρτ. παραβάλλει Σλαυ. pyr-o (ὄλυρα), Βοημ. pyr (ἄγρωστις), Λεττ. pûr-ji (triticum), Λιθ. pyr-agus (σίτινος ἄρτος).)

French (Bailly abrégé)

1gén. de πῦρ.
2οῦ (ὁ) :
blé, froment, plante.
Étymologie: DELG lit. purai « blé d’hiver », puras « grain de blé », termes apparentés en slave, mais désignant d’autres espèces de céréales ; terme i.-e.

Spanish

trigo

Greek Monolingual

(I)
και σπυρός, ὁ, Α
1. το σιτάρι, ο σίτος
2. κόκκος σιταριού
3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» — το φυτό χελιδόνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία του σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα pūro- «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν διάφορα είδη δημητριακών (πρβλ. λιθουαν, pūraī «σίτος», ρωσ. pyro «κεχρί», αγγλοσαξ. fyrs «άγρωστις»). Έχουν διατυπωθεί, επίσης, διάφορες απόψεις, οι οποίες παραμένουν ανεπιβεβαίωτες, όπως λ. χ, η σύνδεση της λ. με το λατ. pavio «χτυπώ» και το λιθουαν. piauti «κόβω, αλέθω, δέρνω» ή η άποψη ότι πρόκειται για λ. άγνωστης ετυμολ. με ευρεία διάδοση. Ο δωρ. τ. σπυρός εμφανίζει αρκτικό -σ-, το οποίο προέρχεται, κατά μία άποψη, από κάποια αρχαϊκού τύπου εναλλαγή (πρβλ. πέλεθος: σπέλεθος, πύραθος: σπύραθος), ενώ, κατ' άλλη άποψη, από αναλογική επίδραση τών σῖτος, σπόρος, σπέρμα. Τέλος, από την οικογένεια της λ. πυρός, η οποία πολύ νωρίς αντικαταστάθηκε από αυτήν του σῖτος, μόνο το παρ. πυρήν διατηρήθηκε στη Νέα Ελληνική και χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα στην επιστημονική ορολογία].———————— (II)
-ή, -ό, Ν
(στον Ερωτόκρ.) πυρώδης, διάπυρος, φλογερός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ κατά τα επίθ. σε -ος (πρβλ. χρυσός: αρχ. χρυσοῦς)].

Greek Monotonic

πῡρός: ὁ, σιτάρι, σε Όμηρ.· επίσης στον πληθ., σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

πῠρός: I gen. к πῦρ.
πῡρός: II
1) пшеница Hom., Her., Thuc., Arph. etc.;
2) пшеничное зерно Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πῡρός -οῦ, ὁ, meestal plur., tarwe.