κηροειδής: Difference between revisions
(20) |
(nl) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[κηροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κερί]] ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε [[ὄντα]] καὶ [[οἷον]] κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κηροειδή</i><br />οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται [[αντί]] για [[κερί]] ή ανάμικτες με [[κερί]] για φωτισμό, [[επάλειψη]] κ.λπ., όπως η [[παραφίνη]], η [[στεατίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λίθο, [[μάρμαρο]] ή [[άλλη]] ύλη) [[κιτρινωπός]] και [[στιλπνός]] («[[ἡμίκυκλος]] στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῡ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) [[εύπλαστος]] («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | |mltxt=-ές (Α [[κηροειδής]], -ές)<br />αυτός που μοιάζει με [[κερί]] ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε [[ὄντα]] καὶ [[οἷον]] κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα κηροειδή</i><br />οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται [[αντί]] για [[κερί]] ή ανάμικτες με [[κερί]] για φωτισμό, [[επάλειψη]] κ.λπ., όπως η [[παραφίνη]], η [[στεατίνη]] κ.ά.<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λίθο, [[μάρμαρο]] ή [[άλλη]] ύλη) [[κιτρινωπός]] και [[στιλπνός]] («[[ἡμίκυκλος]] στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῡ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (για την [[ψυχή]]) [[εύπλαστος]] («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κηρός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[εἶδος]])]. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=κηροειδής -ές [κηρός, εἶδος] als was. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A like wax, waxen, σώματα Pl.Ti.61c, etc.: metaph., of the soul, Ph.1.64. 2 wax-coloured, PSI4.444.3 (iii B.C.), Dsc.1.119.
German (Pape)
[Seite 1433] ές, wachsähnlich, wächsern; σώματα Plat. Tim. 61 c; öfter bei Sp.; wachsfarbig. Schol. Nic. Th. 798.
Greek (Liddell-Scott)
κηροειδής: -ές, ὅμοιος κηρῷ, κήρινος, Πλάτ. Τίμ. 61C, Ἀθήν. 281F, Διοσκ. 1. 92, κτλ.· μεταφορ., ἐπὶ τῆς ψυχῆς, Φίλων 1. 64. 2) ὁ ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ κηροῦ, Φιλόστρ. 781.
Greek Monolingual
-ές (Α κηροειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει με κερί ή έχει τις ιδιότητες του κεριού («ἁπαλά τε ὄντα καὶ οἷον κηροειδῆ τὰ τῶν βρεφῶν ὀστᾱ», Γαλ.)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα κηροειδή
οι βιομηχανικά κατεργασμένες ύλες που χρησιμοποιούνται αντί για κερί ή ανάμικτες με κερί για φωτισμό, επάλειψη κ.λπ., όπως η παραφίνη, η στεατίνη κ.ά.
αρχ.
1. (για λίθο, μάρμαρο ή άλλη ύλη) κιτρινωπός και στιλπνός («ἡμίκυκλος στοὰ κηροειδὴς ὑπὸ τοῡ ἐν αὐτῇ λίθου», Φιλόστρ.)
2. μτφ. (για την ψυχή) εύπλαστος («ἐν τῇ ψυχῇ κηροειδῇ οὔσῃ», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -ειδής (< εἶδος)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κηροειδής -ές [κηρός, εἶδος] als was.