λίθεος: Difference between revisions
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λίθεος:''' [ῐ], -α, -ον, = [[λίθινος]], φτιαγμένος από [[πέτρα]], σε Όμηρ. | |lsmtext='''λίθεος:''' [ῐ], -α, -ον, = [[λίθινος]], φτιαγμένος από [[πέτρα]], σε Όμηρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λίθεος:''' (ῐ) каменный ([[βηλός]], ἱστοί Hom.). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:16, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A = λίθινος, of stone, Il.23.202, Od.13.107.
German (Pape)
[Seite 44] dasselbe, βηλός, Il. 23, 202, ἱστοί, Od. 13, 107.
Greek (Liddell-Scott)
λίθεος: [ῐ], -α, -ον, = λίθινος, ἐκ λίθου, Ἰλ. Ψ. 202, Ὀδ. Ν. 107.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de pierre.
Étymologie: λίθος.
English (Autenrieth)
of stone.
Greek Monolingual
λίθεος, -έα, -ον (Α) λίθος
λίθινος.
Greek Monotonic
λίθεος: [ῐ], -α, -ον, = λίθινος, φτιαγμένος από πέτρα, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
λίθεος: (ῐ) каменный (βηλός, ἱστοί Hom.).