καταδακρύω: Difference between revisions

From LSJ

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
(5)
(2b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταδακρύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[θρηνώ]], [[κλαίω]], <i>τὴν τύχην</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[κλαίω]] [[πικρά]], σε Ευρ.
|lsmtext='''καταδακρύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[θρηνώ]], [[κλαίω]], <i>τὴν τύχην</i>, σε Ξεν.· απόλ., [[κλαίω]] [[πικρά]], σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''καταδακρύω:''' <b class="num">1)</b> заливаться слезами, горько плакать Eur., Plut.;<br /><b class="num">2)</b> оплакивать (τὴν τύχην Xen.).
}}
}}

Revision as of 11:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταδακρύω Medium diacritics: καταδακρύω Low diacritics: καταδακρύω Capitals: ΚΑΤΑΔΑΚΡΥΩ
Transliteration A: katadakrýō Transliteration B: katadakryō Transliteration C: katadakryo Beta Code: katadakru/w

English (LSJ)

   A bewail, τὴν ἑαυτοῦ τύχην X.Cyr.5.4.31; τινας Id.HG 2.4.22; τινος for one, Suid.: abs., weep bitterly, E.Hel.673.(lyr.), Tim. Pers.151, Plu.Caes.41, etc.    II causal, make weep, move to tears, App.Pun.70, BC4.114.

German (Pape)

[Seite 1344] 1) beweinen; Eur. Hel. 697; τὴν τύχην Xen. Cyr. 5, 4, 31; Sp., wie Plut. Caes. 41; τινός, Suid. – 2) Jem. zu Thränen bringen, App. B. C. 4, 94 Pun. 70.

Greek (Liddell-Scott)

καταδακρύω: θρηνῶ, κλαίω, τὴν τύχην Ξεν. Κύρ. 5. 4, 31· τινος, διά τινα, Σουΐδ.· ἀπολ., κλαίω πικρῶς, Εὐρ. Ἑλ. 673, Πλουτ. Καῖσ. 41, κτλ. ΙΙ. μεταβ. ἐνεργείας, κάμνω τινὰ νὰ δακρύσῃ, κινῶ εἰς δάκρυα, Ἀππ. Καρχηδ. 70, Ἐμφυλ. 4. 94.

French (Bailly abrégé)

verser des larmes.
Étymologie: κατά, δακρύω.

Greek Monolingual

καταδακρύω (Α)
1. κλαίω πικρά («ταῡτα λέγων κατεδάκρυσε τὴν ἑαυτοῡ τύχην», Ξεν.)
2. κάνω κάποιον να δακρύσει, συγκινώ.

Greek Monotonic

καταδακρύω: μέλ. -σω, θρηνώ, κλαίω, τὴν τύχην, σε Ξεν.· απόλ., κλαίω πικρά, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καταδακρύω: 1) заливаться слезами, горько плакать Eur., Plut.;
2) оплакивать (τὴν τύχην Xen.).