λευκόπηχυς: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''λευκόπηχυς:''' -υ, γεν. <i>-εως</i>, αυτός που έχει λευκούς βραχίονες, [[λευκά]] [[μπράτσα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''λευκόπηχυς:''' -υ, γεν. <i>-εως</i>, αυτός που έχει λευκούς βραχίονες, [[λευκά]] [[μπράτσα]], σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''λευκόπηχυς:''' εος adj. с белыми локтями: λευκοπήχεσι [[χειρῶν]] ἀκμαῖοι Eur. белыми руками. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:28, 31 December 2018
English (LSJ)
υ,
A white-armed, only in acc. pl. -πήχεις, E.Ph. 1351 (lyr.), and dat. pl. -πήχεσι, Id.Ba.1206.
German (Pape)
[Seite 34] weißarmig, λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖσι Eur. Bacch. 1206, ἐπὶ κάρα λευκοπήχεις κτύπους χεροῖν Phoen. 1351.
Greek (Liddell-Scott)
λευκόπηχυς: υ, γεν. -εως, ἔχων λευκοὺς πήχεις ἤτοι βραχίονας, Εὐρ. Φοίν. 1351, Βάκχ. 1206.
French (Bailly abrégé)
εος (ὁ, ἡ)
aux bras blancs.
Étymologie: λευκός, πῆχυς.
Greek Monolingual
λευκόπηχυς, -υ (Α)
αυτός που έχει λευκούς βραχίονες («λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῑσι», Ευρ.).
Greek Monotonic
λευκόπηχυς: -υ, γεν. -εως, αυτός που έχει λευκούς βραχίονες, λευκά μπράτσα, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
λευκόπηχυς: εος adj. с белыми локтями: λευκοπήχεσι χειρῶν ἀκμαῖοι Eur. белыми руками.