κατάστρωμα: Difference between revisions
τὸ ἔθνος τὸ ἐπὶ τῆς γῆς λιθοβολήσουσιν αὐτὸν ἐν λίθοις → the people of the land shall stone them to death
(5) |
(2b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κατάστρωμα:''' -ατος, τό, αυτό που απλώνεται· στο [[πλοίο]], το [[κατάστρωμα]], σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ ἀπὸ [[τῶν]] καταστρωμάτων, οι ναύτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες, σε Θουκ. | |lsmtext='''κατάστρωμα:''' -ατος, τό, αυτό που απλώνεται· στο [[πλοίο]], το [[κατάστρωμα]], σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ ἀπὸ [[τῶν]] καταστρωμάτων, οι ναύτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατάστρωμα:''' ατος τό палуба Her. etc.: οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων Thuc. боевой экипаж корабля. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A that which is spread upon or over: in a ship, deck, Hdt.8.118,119, Th.1.49, X. HG1.4.18, Pl.La.184a, Thphr.Char. 22.5, etc.; καταστρώματα διὰ πάσης [τῆς νεώς] Th.1.14; οἱ ἀπὸ τῶν κ., i.e. the fighting men, opp. the rowers, Id.7.40. II part of the constellation Argo, Hipparch.1.8.1, Ptol.Alm.8.1. III πλίνθινα κ. a tile roof, AB269, cf. LW 3.141 (Ephesus). IV floor, pavement, Ath.Mech.13.4, Gp.6.2.10.
German (Pape)
[Seite 1383] τό, das Hingebreitete, bes. das Schiffsverdeck; Her. 8, 118; Thuc. 1, 49; Plat. Lach. 184 a; Xen. Hell. 1, 4, 7; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κατάστρωμα: τό, τὸ ἐπεστρωμένον· ἐν πλοίῳ, τὸ ἐπάνω πάτωμα, ὅπερ «κατάστρωμα» καὶ νῦν ἔτι καλεῖται, Ἡρόδ. 8. 118· τοὺς ἐκ τοῦ καταστρώματος καταβιβάσας ἐς κοίλην νῆα 8. 119, Θουκ. 1. 49, Ξεν. Ἑλλ. 1. 4, 18, κτλ.· καταστρώματα διὰ πάσης τῆς νεώς Θουκ. 1. 14· οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων, δηλ. οἱ (ἐπιβάται) μαχηταί, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τοὺς ἐρέτας, ὁ αὐτ. 7. 40. ΙΙ. μέρος τοῦ ἀστερισμοῦ, ὅστις Ἀργὼ καλεῖται, Πτολ. ΙΙΙ. πλίνθινα κ., στέγη ἐκ πλίνθων ἢ κεράμων, Β. Α. 269.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
pont de navire.
Étymologie: καταστρώννυμι.
Greek Monolingual
το (AM κατάστρωμα) καταστρώννυμι
1. η ενέργεια και, κυρίως, το αποτέλεσμα του καταστρώνω, μέρος τεχνητά επιστρωμένο
2. ναυτ. επίστρωμα οριζόντιο μικρής καμπυλότητας το οποίο καλύπτει το κοίλο του σκάφους σε όλο το μήκος του με σκοπό να προφυλάσσει το πλοίο από τα νερά τών κυμάτων ή της βροχής
νεοελλ.
φρ. α) ναυτ. «κατάστρωμα πτήσεως» — το ανώτερο κατάστρωμα τών αεροπλανοφόρων που χρησιμεύει για την απονήωση και την προσνήωση τών αεροπλάνων
β) «κατάστρωμα οδού» — το τμήμα της επιφάνειας της οδού που είναι στρωμένο με ασφαλτόστρωμα, χαλίκια, σκύρα ή άλλα τεχνικά μέσα
γ) «κατάστρωμα γέφυρας» — το δάπεδο της γέφυρας που είναι κατασκευασμένο από ξύλινες δοκούς ή από σιδερένια ελάσματα
δ) «ταξιδεύω κατάστρωμα» — ταξιδεύω ως επιβάτης τρίτης θέσεως
μσν.-αρχ.
δάπεδο, πάτωμα
αρχ.
1. στέγη
2. τμήμα του αστερισμού Αργώ.
Greek Monotonic
κατάστρωμα: -ατος, τό, αυτό που απλώνεται· στο πλοίο, το κατάστρωμα, σε Ηρόδ., Θουκ.· οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων, οι ναύτες, αντίθ. προς τους κωπηλάτες, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
κατάστρωμα: ατος τό палуба Her. etc.: οἱ ἀπὸ τῶν καταστρωμάτων Thuc. боевой экипаж корабля.