ἰθύτονος: Difference between revisions
From LSJ
Ξένοις ἐπαρκῶν τῶν ἴσων τεύξῃ ποτέ → Bene de extero quid meritus exspectes idem → Hilf Fremden und dereinst wird Gleiches dir geschehn
(5) |
(2b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἰθύτονος:''' [ῑ], -ον, = [[ἰθυτενής]], σε Ανθ. | |lsmtext='''ἰθύτονος:''' [ῑ], -ον, = [[ἰθυτενής]], σε Ανθ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἰθύτονος:''' Anth. = [[ἰθυτενής]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,=
A ἰθυτενής, στάλικες AP6.187 (Alph.; v.l. -τενῶν).
German (Pape)
[Seite 1246] = ἰθυτενής, στάλικες, Alc. Mit. ep. 2 (VI, 187).
Greek (Liddell-Scott)
ἰθύτονος: ῑ, ον, = ἰθυτενής, Ἀνθ. Παλ. 6. 187 (Brunck ἰθυτενῶν).
Greek Monolingual
ἰθύτονος, -ον (Α)
ιθυτενής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τονος (< τόνος < τείνω), πρβλ. βαρύ-τονος, οξύ-τονος].
Greek Monotonic
ἰθύτονος: [ῑ], -ον, = ἰθυτενής, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἰθύτονος: Anth. = ἰθυτενής.