ὀλιγοχρόνιος: Difference between revisions

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀλῐγοχρόνιος:''' -ον και -α, -ον ([[χρόνος]]), αυτός που διαρκεί ή ζει για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], που είναι μικρής διάρκειας, [[βραχυχρόνιος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''ὀλῐγοχρόνιος:''' -ον και -α, -ον ([[χρόνος]]), αυτός που διαρκεί ή ζει για μικρό [[χρονικό]] [[διάστημα]], που είναι μικρής διάρκειας, [[βραχυχρόνιος]], σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀλῐγοχρόνιος:''' 2, реже 3 кратковременный, недолговечный (τὸ [[σῶμα]] Plat.; [[κάλλος]] Plut.; ὀ. καὶ [[εὔφθαρτος]] Polyb.).
}}
}}

Revision as of 11:39, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγοχρόνιος Medium diacritics: ὀλιγοχρόνιος Low diacritics: ολιγοχρόνιος Capitals: ΟΛΙΓΟΧΡΟΝΙΟΣ
Transliteration A: oligochrónios Transliteration B: oligochronios Transliteration C: oligochronios Beta Code: o)ligoxro/nios

English (LSJ)

ον, also α, ον AP7.648 (Leon.), Aret.CA2.1 :—

   A of short duration, short-lived, Thgn.1020, Mimn.5.5, Democr.285, Antipho Soph.51, Hdt.1.38, Pl.Phd.87c, 87d, Arist.Pol.1315b11, etc. ; opp. πολυχρόνιος, Phld.Sign.23.    II within a short time, κίνδυνος (v.l. θάνατος) Hp.Prog.7. Adv. -ίως Gal.18(2).243, Iamb.Protr. 20.

German (Pape)

[Seite 322] auch 3 Endgn, von kurzer Zeit, kurzer Dauer; Theogn. 1014; Her. 1, 38; τὸ σῶμα ἀσθενέστερον καὶ ὀλιγοχρονιώτερον, Plat. Phaed. 87 c; καὶ λίαν εὔφθαρτος, Pol. 2, 34, 6; Sp., wie Plut. adv. Stoic. 8 Luc. Nigr. 26.

Greek (Liddell-Scott)

ὀλῐγοχρόνιος: -ον, καὶ α, ον Ἀνθ. Π. 7. 648, Ἀρετ. Ὀξ. Νούσ. Θεραπ. 2. 1· - ὁ ὀλίγον χρόνον μόνον ζῶν ἢ διαρκῶν, βραχυχρόνιος, Θέογν. 1014, Μίμνερμ. 5, Ἡρόδ. 1. 38, Πλάτ. Φαίδων 87C, D, Ἀριστ. κλ. ΙΙ. ἐντὸς μικροῦ χρονικοῦ διαστήματος συμβαίνων, θάνατος Ἱππ. Προγν. 38.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui dure peu, de courte durée.
Étymologie: ὀλίγος, χρόνος.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ ὀλιγοχρόνιος, -ον, θηλ. και -ία) ολιγόχρονος
αυτός που ζει ή διαρκεί για σύντομο χρονικό διάστημα λιγόχρονος (α. «ἔφη σε ὀλιγοχρόνιον ἔσεσθαι», Ηρόδ.
β. «καὶ πασῶν ὸλιγοχρονιώτεραι τῶν πολιτειῶν εἰσιν ὀλιγαρχία καὶ τυραννίς», Αριστοτ.)
αρχ.
αυτός που γίνεται ή συμβαίνει μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα.

Greek Monotonic

ὀλῐγοχρόνιος: -ον και -α, -ον (χρόνος), αυτός που διαρκεί ή ζει για μικρό χρονικό διάστημα, που είναι μικρής διάρκειας, βραχυχρόνιος, σε Θέογν., Ηρόδ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὀλῐγοχρόνιος: 2, реже 3 кратковременный, недолговечный (τὸ σῶμα Plat.; κάλλος Plut.; ὀ. καὶ εὔφθαρτος Polyb.).