καρβάν: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(2b)
(nl)
Line 10: Line 10:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καρβάν:''' ᾶνος ὁ Aesch. = [[κάρβανος]] II.
|elrutext='''καρβάν:''' ᾶνος ὁ Aesch. = [[κάρβανος]] II.
}}
{{elnl
|elnltext=καρβάν -ᾶνος en κάρβανος -ον vreemd, buitenlands:. καρβᾶνα αὐδάν buitenlandse spraak Aeschl. Suppl. 118.
}}
}}

Revision as of 11:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 1325] ᾶνος, ὁ, Arcad. p. 8, 10, = κάρβανος; nach den Alten von Κάρ, οἱ ἔχοντες Καρὸς βοήν, = βάρβαρος, ausländisch; Aesch. αὐδά, Suppl. 122, χείρ, Ag. 1031; κάρβανος ὢν δ' Ἕλλησιν ἐγχλίεις ἄγαν Suppl. 914; Lycophr. 605. 1387.

French (Bailly abrégé)

ᾶνος (ὁ, ἡ)
c. κάρβανος.

Greek Monolingual

καρβάν, -ᾱνος, ὁ, ἡ (Α)
κάρβανος, βαρβαρικός, ξενικός («καρβᾱνα δ' αὐδὰν εὖ, γᾱ, κοννεῑς;» — τη βάρβαρη φωνή μου, γη, τήν καταλαβαίνεις καλά; Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ. αβέβαιης προελεύσεως. Πιθ. < αιγυπτ. τοπωνύμιο Qarvana. Κατ' άλλους, πρόκειται για εβρ. λ. (σημ. «προσφορά»), που οι Φοίνικες έμποροι χρησιμοποίησαν ως σκωπτικό παρατσούκλι και από τους οποίους οι Έλληνες τήν πήραν με σημασία «βαρβαρικός». Αν η άποψη αυτή ευσταθεί, τότε η Ελληνική δανείστηκε την ίδια εβρ. λ. και για δεύτερη φορά, στην ΚΔ, με την πραγματική της σημ. «προσφορά» και τη μορφή κορβάν].

Russian (Dvoretsky)

καρβάν: ᾶνος ὁ Aesch. = κάρβανος II.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρβάν -ᾶνος en κάρβανος -ον vreemd, buitenlands:. καρβᾶνα αὐδάν buitenlandse spraak Aeschl. Suppl. 118.