χάραδρος: Difference between revisions

From LSJ

ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws

Source
(46)
(4b)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[χαράδρα]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Χάραδρος</i><br />[[ονομασία]] πολλών χειμάρρων της Ελλάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[χαράδρα]], [[κατά]] τα αρσ.].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> [[χαράδρα]]<br /><b>2.</b> <b>ως κύριο όν.</b> <i>Χάραδρος</i><br />[[ονομασία]] πολλών χειμάρρων της Ελλάδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Μεταπλασμένος τ. της λ. [[χαράδρα]], [[κατά]] τα αρσ.].
}}
{{elru
|elrutext='''χάραδρος:''' ὁ Plut. = [[χαράδρα]].
}}
}}

Revision as of 11:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰραδρος Medium diacritics: χάραδρος Low diacritics: χάραδρος Capitals: ΧΑΡΑΔΡΟΣ
Transliteration A: cháradros Transliteration B: charadros Transliteration C: charadros Beta Code: xa/radros

English (LSJ)

ὁ,

   A = χαράδρα, Plu.Agis8, IG7.3170 (Orchom. Boeot.), SIG826 E23 (Delph., ii B. C.): as pr. n. of many torrents in Greece, Th.5.60, Paus.2.25.2, 7.22.11, etc.

German (Pape)

[Seite 1335] ὁ, = χαράδρα, Plut. Agis 8 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χάραδρος: ὁ, = χαράδρα, Πλουτ. Ἆγις 8, Συλλ. Ἐπιγρ., 1569c· - Χάραδρος ἦτο ὄνομα πολλῶν χειμάρρων ἐν Ἑλλάδι, Θουκ. 5. 60, Παυσ. 2. 25., 7. 22, κλπ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. χαράδρα
2. ως κύριο όν. Χάραδρος
ονομασία πολλών χειμάρρων της Ελλάδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. χαράδρα, κατά τα αρσ.].

Russian (Dvoretsky)

χάραδρος: ὁ Plut. = χαράδρα.