πάσσαξ: Difference between revisions
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
(5) |
(nl) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''πάσσαξ:''' -ᾱκος, ὁ = [[πάσσαλος]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πάσσαξ:''' -ᾱκος, ὁ = [[πάσσαλος]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=πάσσαξ -ᾱκος, ὁ [~ πάτταλος] Megarisch voor πάτταλος, (betekenis onzeker) tentharing\n of uiteinde van speer. Aristoph. Ach. 763. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:56, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, Megar. form of πάσσαλος, Ar.Ach.763.
German (Pape)
[Seite 532] ακος, ὁ, seltnere Nebenform von πάσσαλος, Ar. Ach. 763; VLL.
Greek (Liddell-Scott)
πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ, σπανιώτερος τύπος τοῦ πάσσαλος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 763. - Ἴδε Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΕ΄, σ. 380.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
c. πάσσαλος.
Greek Monolingual
-ακος, ό, Α
(μεγαρικός τ.) πάσσαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πασσ- του πάσσαλος + επίθημα -αξ (πρβλ. πόρπ-αξ)].
Greek Monotonic
πάσσαξ: -ᾱκος, ὁ = πάσσαλος, σε Αριστοφ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάσσαξ -ᾱκος, ὁ [~ πάτταλος] Megarisch voor πάτταλος, (betekenis onzeker) tentharing\n of uiteinde van speer. Aristoph. Ach. 763.