προσυλλογίζομαι: Difference between revisions

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source
(35)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] προσυλλογισμό<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με προσυλλογισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («έπρεπε να το έχει προσυλλογιστεί»).
|mltxt=ΝΑ<br /><b>1.</b> [[χρησιμοποιώ]] προσυλλογισμό<br /><b>2.</b> [[συμπεραίνω]] με προσυλλογισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[συλλογίζομαι]], [[σκέπτομαι]] [[κάτι]] εκ τών προτέρων («έπρεπε να το έχει προσυλλογιστεί»).
}}
{{elru
|elrutext='''προσυλλογίζομαι:''' умозаключать с помощью просиллогизма Arst.
}}
}}

Revision as of 11:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσυλλογίζομαι Medium diacritics: προσυλλογίζομαι Low diacritics: προσυλλογίζομαι Capitals: ΠΡΟΣΥΛΛΟΓΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: prosyllogízomai Transliteration B: prosyllogizomai Transliteration C: prosyllogizomai Beta Code: prosullogi/zomai

English (LSJ)

   A conclude by a prosyllogism. (cf. sq.), v. προσυλλογισμός Arist. APr.66a35, Top.156a7.

German (Pape)

[Seite 784] med., sich eines προσυλλογισμός bedienen, Arist. top. 8, 1.

Greek (Liddell-Scott)

προσυλλογίζομαι: ἀπολ., συμπεραίνω διὰ προσυλλογισμοῦ. (πρβλ. τὸ ἑπόμ.), Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 19, 2, Τοπ. 8. 1, 6· ῥηματ. ἐπίθ. προσυλλογιστέον, πρέπει τις νὰ καμῃ προσυλλογισμόν, αὐτόθι 6. 10, 4.

Greek Monolingual

ΝΑ
1. χρησιμοποιώ προσυλλογισμό
2. συμπεραίνω με προσυλλογισμό
νεοελλ.
συλλογίζομαι, σκέπτομαι κάτι εκ τών προτέρων («έπρεπε να το έχει προσυλλογιστεί»).

Russian (Dvoretsky)

προσυλλογίζομαι: умозаключать с помощью просиллогизма Arst.