ἀτάρβητος: Difference between revisions

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source
(3)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀτάρβητος:''' -ον ([[ταρβέω]]), [[άφοβος]], [[απτόητος]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ἀτάρβητος:''' -ον ([[ταρβέω]]), [[άφοβος]], [[απτόητος]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀτάρβητος:''' Hom., Hes., Aesch., Soph., Plut. = [[ἀταρβής]] 1.
}}
}}

Revision as of 12:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτάρβητος Medium diacritics: ἀτάρβητος Low diacritics: ατάρβητος Capitals: ΑΤΑΡΒΗΤΟΣ
Transliteration A: atárbētos Transliteration B: atarbētos Transliteration C: atarvitos Beta Code: a)ta/rbhtos

English (LSJ)

ον, = foreg.,

   A ἐνὶ στήθεσσιν ἀ. νόος ἐστίν Il.3.63, cf. Hes.Sc.110, A.Fr.199: neut. pl. as Adv., ὕβρις ἀτάρβητα ὁρμᾶται stalks abroad without fear, S.Aj. 196. Adv. -τως Suid.    II not dreaded, κάματοι IG14.1003.2, cf. ib.7.96.

German (Pape)

[Seite 383] dasselbe, νόος Il. 3, 63; Aesch. frg. 182; Soph. Ai. 195.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτάρβητος: -ον, ἄφοβος, ἄτρομος, ἐνὶ στήθεσσιν ἀτάρβητος νόος ἐστὶν Ἰλ. Γ. 63· πρβλ. Ἡσ. Ἀσπ. 110, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196. - Ἐπίρρ. ἀτάρβητα (γ΄ πλ. τοῦ οὐδ.), ἐχθρῶν δ’ ὕβρις ὧδ’ ἀτάρβητα ὁρμᾶται Σοφ. Αἴ. 197, κατὰ δὲ Σουίδ, «ἀταρβήτως, ἀντὶ τοῦ ἀνειμένως παρὰ Σοφοκλεῖ»· ἀλλ’ ἴδε ἐκτενῆ σημ. Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙ. ὃν δὲν φοβεῖται τις, κάματοι Ἐπιγρ. Ἑλλ. 831. 2.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἀταρβής.

English (Autenrieth)

(ταρβέω): undaunted, Il. 3.63†.

Spanish (DGE)

-ον
1 ref. a pers. que no conoce el miedo, intrépido ἐνὶ στήθεσσι ἀ. νόος ἐστίν Il.3.63, ἀτάρβητον Διὸς υἱόν Hes.Sc.110, cf. Emp.B 44, A.Fr.199.1, Triph.137, Q.S.7.383, Nonn.D.45.216, IG 7.96.4 (Mégara IV d.C.).
2 ref. a acciones arriesgado ἵστορ ἀταρβήτων, Ἡρακλέες, καμάτων IG 14.1003.2.
3 adv. -ως audaz, intrépidamente ἐχθρῶν δ' ὕβρις ὧδ' ἀταρβήτως ὁρμᾶτ' S.Ai.196.

Greek Monolingual

ἀτάρβητος, -ον (Α)
1. ατρόμητος, άφοβος
2. εκείνος τον οποίο δεν φοβάται ή δεν λογαριάζει κάποιος.

Greek Monotonic

ἀτάρβητος: -ον (ταρβέω), άφοβος, απτόητος, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀτάρβητος: Hom., Hes., Aesch., Soph., Plut. = ἀταρβής 1.