3,273,653
edits
(3) |
(1) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπήνη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> τετράτροχη [[άμαξα]] που την έσερναν μουλάρια, σε Όμηρ.· [[άμαξα]] ή [[άρμα]] οποιουδήποτε τύπου, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., ναΐα [[ἀπήνη]], το [[πλοίο]], σε Ευρ.· [[τετραβάμων]] [[ἀπήνη]], λέγεται για το δούρειο ίππο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. επίσης, όπως το [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]], όπως π.χ. [[δύο]] αδελφών, στον ίδ. (άγν. προέλ.). | |lsmtext='''ἀπήνη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> τετράτροχη [[άμαξα]] που την έσερναν μουλάρια, σε Όμηρ.· [[άμαξα]] ή [[άρμα]] οποιουδήποτε τύπου, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., ναΐα [[ἀπήνη]], το [[πλοίο]], σε Ευρ.· [[τετραβάμων]] [[ἀπήνη]], λέγεται για το δούρειο ίππο, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. επίσης, όπως το [[ζεῦγος]], [[ζευγάρι]], όπως π.χ. [[δύο]] αδελφών, στον ίδ. (άγν. προέλ.). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπήνη:''' ἡ<b class="num">1)</b> повозка, телега (четырехколесная) Hom.; колесница Aesch., Soph., Arst.: ναΐα ἀ. Eur. = [[ναῦς]];<br /><b class="num">2)</b> пара, двое (о братьях Этеокле и Полинике) Eur. | |||
}} | }} |