ἐπίτακτος: Difference between revisions
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
(4) |
(2) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐπίτακτος:''' -ον ([[ἐπιτάσσω]]), αυτός που έχει τραβηχτεί, παραταχθεί [[πίσω]], όπισθεν, <i>οἱ ἐπίτακτοι</i>, [[εφεδρεία]] στρατού, σε Θουκ. | |lsmtext='''ἐπίτακτος:''' -ον ([[ἐπιτάσσω]]), αυτός που έχει τραβηχτεί, παραταχθεί [[πίσω]], όπισθεν, <i>οἱ ἐπίτακτοι</i>, [[εφεδρεία]] στρατού, σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐπίτακτος:''' отведенный назад, помещенный в резерве или в арьергарде (σπεῖραι Plut.; см. [[ἐπίτακτοι]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A enjoined, prescribed, μέτρον Pi.P.4.236 ; of the labours of Heracles, Call.Fr.7.38 P. 2 ἐπίτακτα, τά, injunctions, orders, IG5(1).1432 (Messene, i B.C./i A.D.). II drawn up behind, οἱ ἐ. the reserve of an army, Th.6.67 ; ἐ. σπεῖραι Plu.Sull.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίτακτος: -ον, ἐπιβεβλημένος, προγεγραμμένος, ὡρισμένος, μέτρον Πινδ. Π. 4. 421, πρβλ. Καλλ. Ἀποσπ. 120. ΙΙ. παρατεταγμένος ὄπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, ἡ ἐφεδρεία στρατοῦ, Θουκ. 6. 67· ἐπ. σπεῖρα Πλουτ. Σύλλ. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
rangé en arrière de manière à former une réserve ; οἱ ἐπίτακτοι THC corps de réserve.
Étymologie: ἐπιτάσσω.
Greek Monotonic
ἐπίτακτος: -ον (ἐπιτάσσω), αυτός που έχει τραβηχτεί, παραταχθεί πίσω, όπισθεν, οἱ ἐπίτακτοι, εφεδρεία στρατού, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίτακτος: отведенный назад, помещенный в резерве или в арьергарде (σπεῖραι Plut.; см. ἐπίτακτοι).