σύγκλητος: Difference between revisions

nl
(6)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''σύγκλητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει συγκληθεί, κληθεί από κοινού, αυτός που έχει συγκεντρωθεί [[κατόπιν]] κλήσεως, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]], στην Αθήνα, έκτακτη [[συνέλευση]] που συγκαλούσε ειδικά ο <i>στρατηγὸς</i> (αντίθ. προς τις συνήθεις, τακτικές συνελεύσεις, <i>αἱ κυρίαι</i>), σε Ψήφ. [[παρά]] Δημ.· γενικά, [[σύγκλητος]] (ενν. [[ἐκκλησία]]), <i>ἡ</i>, το νομοθετικό [[σώμα]] της Συγκλήτου, σε Αριστ.
|lsmtext='''σύγκλητος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που έχει συγκληθεί, κληθεί από κοινού, αυτός που έχει συγκεντρωθεί [[κατόπιν]] κλήσεως, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σύγκλητος]] [[ἐκκλησία]], στην Αθήνα, έκτακτη [[συνέλευση]] που συγκαλούσε ειδικά ο <i>στρατηγὸς</i> (αντίθ. προς τις συνήθεις, τακτικές συνελεύσεις, <i>αἱ κυρίαι</i>), σε Ψήφ. [[παρά]] Δημ.· γενικά, [[σύγκλητος]] (ενν. [[ἐκκλησία]]), <i>ἡ</i>, το νομοθετικό [[σώμα]] της Συγκλήτου, σε Αριστ.
}}
{{elnl
|elnltext=σύγκλητος -ον [συγκαλέω] bijeengeroepen; in Athene. σ. ἐκκλησία bijeengeroepen vergadering Dem. gew. subst.. ἡ σύγκλητος ( sc. βουλή ), in Griekenland Raad;\n in Rome Senaat.
}}
}}