τραγοσκελής: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6) |
(4b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''τρᾰγοσκελής:''' -ές ([[σκέλος]]), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ. | |lsmtext='''τρᾰγοσκελής:''' -ές ([[σκέλος]]), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρᾰγοσκελής:''' козлоногий ([[Πάν]] Her., Luc.). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ές,
A goat-shanked, applied to Pan, Hdt.2.46, Duris 21 J., Luc.DDeor.22.2, App.Anth.6.191, etc.
German (Pape)
[Seite 1133] ές, bocksschenkelig, -füßig; Pan, Her. 2, 46; Luc. D. D. 22, 2.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰγοσκελής: -ές, ὁ ἔχων τράγου σκέλη, ἐπὶ τοῦ Πανός, Ἡρόδ. 2. 46, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 22. 2, Ὕμν. ἐν Εὐσεβ. Εὐαγγ. Προπ. 124Β, κλπ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
à jambes ou à pieds de bouc.
Étymologie: τράγος, σκέλος.
Greek Monolingual
-ές, Α
(ως προσωνυμία του Πανός) αυτός που έχει σκέλη τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + -σκελής (< σκέλος), πρβλ. ιππο-σκελής].
Greek Monotonic
τρᾰγοσκελής: -ές (σκέλος), αυτός που έχει πόδια τράγου, σε Ηρόδ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
τρᾰγοσκελής: козлоногий (Πάν Her., Luc.).